Αρχική Blog Σελίδα 4

Ένα “Ασκληπιείο” στο σπίτι μου

 

Στα Ασκληπιεία της αρχαίας εποχής, κάθε άνθρωπος προσερχόταν με την ελπίδα ότι θα θεραπευθεί ό,τι είναι απλό να θεραπευθεί, θα ιαθεί ό,τι μπορεί να ιαθεί και ο ίδιος θα μπει σε έναν δρόμο απαλλαγής του από τα ψυχικά βάρη.

Τότε, όπως και τώρα, αναγνώριζαν την ύπαρξη της ψυχής και πίστευαν, ορθώς, πώς αν κατορθώσεις να απαλλάξεις τον άνθρωπο από τα ψυχικά του βάρη, τότε πολλά προβλήματα λύνονται.

Πολλοί από τους επισκέπτες των Ασκληπιείων έβρισκαν πράγματι την θεραπεία, με την βοήθεια βοτάνων, με την αλλαγή στις διατροφικές τους συνήθειες, με την συμμετοχή τους στα δρώμενα του Ασκληπιείου και με την όλη επικοινωνία τους με τους διάφορους χώρους, που ήταν όλοι χώροι φροντίδας για τον άνθρωπο και αγάπης.

Ορισμένοι από τους επισκέπτες χρειαζόντουσαν να προχωρήσουν και πιο πολύ, να έρθουν σε μια βαθύτερη επικοινωνία με τις ψυχικές τους ανάγκες και να εντοπίσουν τα αίτια μιας συνεχούς δυσπραγίας στην ζωή τους.

Εκείνοι ακολουθούσαν την οδό της εγκοίμησης και προετοιμαζόντουσαν κατάλληλα για αυτό.

Η θεραπεία δια της εγκοίμησης βοηθούσε τον άνθρωπο να έρθει σε επαφή με την ενεργό του διάνοια και από εκεί να έρθουν λύσεις, θεραπείες και καλές δυνάμεις.

Σήμερα, μπορούμε να επιτύχουμε τα αγαθά αποτελέσματα της απευθείας επικοινωνίας με την ενεργό μας διάνοια, ακολουθώντας ένα πρωτόκολλο εγκοίμησης με την βοήθεια επιλεγμένων βιβλίων της μεθόδου « δύναμη της διανοίας».

Το πρωτόκολλο περιλαμβάνει την ανάγνωση των βιβλίων και έναν καλό ύπνο σε έναν ήρεμο και καθαρό χώρο.

Το πρώτο βιβλίο που διαβάζουμε είναι η «ανάσταση των Ελλήνων», για να αφυπνίσουμε την διάνοιά μας και να δημιουργήσουμε μια σύνδεση μαζί της.

Στην συνέχεια έρχεται «το μυστικό των αρχαίων Ελλήνων» για να αφυπνίσει τις κρυμμένες μέσα μας δυνάμεις της συλλογικής διανοίας.

Όταν συμβούν αυτά και προετοιμαστούμε κατάλληλα, έρχεται «η αφύπνιση της Ελληνικής διανοίας» για να δημιουργήσουμε έναν χώρο επικοινωνίας με τις δικές μας ιδέες και τα πιστεύω μας.

Ο χώρος αυτός τροφοδοτείται από την αγάπη που ρέει άφθονα από τα ανώτερα πεδία προς εμάς και η διέλευσή της γίνεται μέσα από τα κείμενα του βιβλίου «η δύναμη της αγάπης».

Το πέμπτο βιβλίο του πρωτοκόλλου είναι το «η κατάθλιψη προκαλείται από την έλλειψη διανοίας», που έχει ως εμπνευστή τον Ασκληπιό. Στο βιβλίο αυτό υπάρχει ο θεραπευτικός λόγος που χρησιμοποιούσαν και οι παλιοί θεραπευτές για να ανακουφίσουν τον άνθρωπο και να τον βοηθήσουν να ακούσει την φωνή της διανοίας του.

Σε όλη την διαδικασία είναι καλό να είμαστε μόνοι και απερίσπαστοι, να μην διακόπτουμε και να είμαστε συγκεντρωμένοι σε αυτά που διαβάζουμε, απορρίπτοντας σκέψεις που έρχονται απρόσκλητες στο μυαλό μας για να μας ενοχλήσουν.

Το μυαλό μας πρέπει να είναι συγκεντρωμένο, σε αυτό που προσπαθούμε να επιτύχουμε.

Τότε είναι βέβαιο ότι στον ύπνο μας θα έρθουν πολλές και σημαντικές πληροφορίες, θα γίνουν πολλά και σημαντικά και η ψυχή μας θα απαλλαγεί από αρκετά βάρη.

 

Ένας χώρος αυτοβοήθειας για μια καλύτερη ζωή.

Το site kinoniagnosis.com είναι ένας χώρος Αυτοβοήθειας.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος που περιηγείται στον χώρο, μπορεί να βρει πολύτιμες συμβουλές και αρωγή στα θέματα που τον απασχολούν.

Πώς γίνεται αυτό; Στο site υπάρχουν βιβλία, που είναι σε έντυπη και σε ηλεκτρονική μορφή.

Κάθε βιβλίο βοηθάει τον αναγνώστη του να βρει τις απαντήσεις σε θέματα που τον απασχολούν.

Παράλληλα, βοηθάει τον αναγνώστη να βρει μέσα του καινούριες δυνάμεις και να τις κινητοποιήσει προς όφελός του.

Τι χρειάζεται να κάνει ο αναγνώστης; Ο αναγνώστης χρειάζεται απλώς να διαβάσει. Τα βιβλία είναι ολιγοσέλιδα και βασίζονται στις γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων που τις χρειαζόμαστε σήμερα για μια καλύτερη ζωή.

Πώς μπορώ να διαλέξω το βιβλίο που μου χρειάζεται; Κοιτάξτε λίγο τα βιβλία. Είτε ο τίτλος θα τραβήξει την προσοχή σας, είτε ο εμπνευστής του βιβλίου, είτε η περιγραφή που υπάρχει για κάθε βιβλίο. Ένα, δύο ή τρία βιβλία θα τραβήξουν την προσοχή σας. Ένα, αρκεί για να ξεκινήσετε.

Τι θα κάνω με το βιβλίο; Καταρχήν, διαβάζετε το βιβλίο για μια φορά. Στην συνέχεια, ανοίγετε το βιβλίο έστω και σε τυχαία σελίδα και διαβάζετε λίγο κάθε μέρα.

Τι κάνω στην συνέχεια; Στην συνέχεια, επιλέγετε ένα δεύτερο βιβλίο, το οποίο είτε ανήκει στην ίδια σειρά με το προηγούμενο, είτε σας τραβάει την προσοχή ο τίτλος, ή ο εμπνευστής. Διαβάζετε το δεύτερο βιβλίο όπως και το πρώτο.

Μετά από δύο ή τρία βιβλία, θα διαπιστώσετε ότι το ενδιαφέρον σας παραμένει αμείωτο για αυτά, ενώ παράλληλα είναι πιο καθαρό το μυαλό σας. Εργάζεστε καλύτερα και αντλείτε περισσότερη ευχαρίστηση από την προσωπική ζωή σας.

Τότε, πρέπει να συνεχίσετε για να επιτύχετε ακόμα καλύτερα αποτελέσματα.

Αν στην πορεία σας για μια καλύτερη ζωή, χρειάζεστε την βοήθειά μας, ανά πάσα στιγμή μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας.

 

Η αγάπη μας στην ηθική, ως ασπίδα προστασίας από τους κάθε είδους ιούς

Οι Έλληνες τότε στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν ότι είναι παιδιά ενός ανώτερου θεού, που τους αγαπούσε και τους προστάτευε, τους περιέθαλπε και τους φρόντιζε, τους έδινε θάρρος και δύναμη, μόνο εφόσον και οι ίδιοι προσπαθούσαν να μοιάσουν σε αυτόν.

Ο θεός αυτός ήταν η Ηθική, με την μόνη έννοια που την κατάλαβαν ποτέ οι Έλληνες, ως αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να υπερβεί την γήινη βαρύτητα και να αρθεί στο ύψος των ιδεών, κάνοντας όλες τις θυσίες που απαιτούσε η προσπάθεια αυτή, υπομένοντας όλους τους κόπους και χαμογελώντας αγόγγυστα μπροστά στα βάσανα.

Η Ηθική των Ελλήνων ήταν μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι πάντα έπρεπε να εξελίσσονται, πάντα έπρεπε να εγκαταλείπουν τις στοιχειώδεις εκφράσεις του καθημερινού τους βίου, πάντοτε έπρεπε να συναλλάσσονται με τους θεούς και ουδέποτε να εγκαταλείπουν  την προσπάθειά τους να γίνουν πράγματι τα παιδιά ενός ανώτερου θεού.

Ο θεός τους, η Ηθική, δεν είχε πρόσωπο, δεν είχε σώμα, ούτε μορφή. Είχε όμως κοινωνία, αρχές και κανόνες, που δεν τους ήξεραν από την αρχή, αλλά τους ανακάλυπταν σιγά σιγά στην πορεία.

Μια πορεία προς το Φως, την Αγάπη και την ουράνια αρμονία.

Αυτό το φως που διάχυτα απλώνεται στον Ελληνικό χώρο, που έχει τις λεπτοφυείς ιδιότητες της χάρης και της αρμονίας, ήταν το φως που επέλεγαν να απλώνεται και μέσα τους, γιατί γνώριζαν πολύ καλά, ότι όπου δεν υπάρχει φως, υπάρχει σκότος και όπου υπάρχει σκότος καραδοκεί το έρεβος.

Το έρεβος είναι η ομιχλώδης προέκταση των κακών μας ονείρων, η σκοτεινή αντανάκλαση των επίγειων παθών, ένας τόπος σκοτεινός, υγρός και δύσοσμος, όπου καραδοκούν τέρατα και λογιών λογιών ζωύφια.

Το ήξεραν και ήξεραν να το αποφεύγουν, γιατί γνώριζαν ότι όποιος πιαστεί στα δίχτυα του ερέβους δύσκολα γλυτώνει από εκεί, γιατί εκεί, ούτε ήρωες χωρούν, ούτε ηρωικά κατορθώματα. Μόνο η Αγάπη.

Επέλεγαν λοιπόν να αγαπούν την Ηθική, ως μια ατέλειωτη και κοπιώδη προσπάθεια να νικήσουν το έρεβος που καραδοκεί μέσα σε κάθε άνθρωπο, όχι με κατά μέτωπο αγώνα, γιατί αυτό δεν γίνεται, αλλά διατηρώντας την διάνοιά τους στην κατάσταση εκείνη, που κανένα έρεβος δεν μπορεί να απειλήσει τον εαυτό τους, ούτε να εγκλωβίσει τα όνειρά τους, ούτε να απειλήσει την αγάπη τους.

Το σκότος λοιπόν και το έρεβος. Ίσως θα μπορούσαμε να το παραλληλίσουμε με την κατάθλιψη και τους ιούς της διανοίας, όπου σκότος είναι η κατάθλιψη και έρεβος ο χώρος όπου κατοικούν οι ιοί της διανοίας.

Έχουμε περιγράψει σε άλλα βιβλία μας ότι η κατάθλιψη είναι αυτογενής νόσος, προέρχεται από την έλλειψη διανοίας στο περιβάλλον γύρω μας, αναπτύσσεται σε κοινωνίες που πάσχουν από την έλλειψη έργων και πράξεων διανοίας, προσβάλει τα πιο υγιή άτομα, αυτά δηλαδή που θέτουν αυτονοήτως το κοινό συμφέρον σε πρώτη γραμμή, πριν από το ατομικό, αντιμετωπίζεται με ισχυρά έργα της διανοίας, που έχουν προετοιμαστεί ειδικά για τον σκοπό αυτό σε ανώτερα πεδία, η ίαση εξαπλώνεται στην κοινωνία δια του Λόγου και ο δρόμος για την ίαση είναι κοινός τόσο για τα άτομα, όσο και για τις κοινωνικές ομάδες, που πάσχουν, ή απειλούνται από κατάθλιψη

Δεν έχουμε πει πουθενά ότι η κατάθλιψη προκαλείται από τους ιούς της διανοίας, οι οποίοι την ενεργοποιούν, μέσα σε κάθε άτομο, δεν την προκαλούν. Γιατί η κατάθλιψη υπάρχει εκεί μέσα στον χώρο της εσωτερικής πραγματικότητας και είναι το σκότος.

Η εσωτερική πραγματικότητα του ανθρώπου είναι ένας ολόκληρος κόσμος, με ανάγλυφες πεδιάδες, όρη και κοιλάδες, όπου μπορεί κανείς να βρει χώρους ήρεμους, γαλήνιους, ήσυχες λιμνούλες και ειδυλλιακό περιβάλλον, αλλά μπορεί εξίσου εύκολα να συναντήσει ελώδεις βάλτους και απόκρημνα βουνά.

Όταν υπάρχει φως, υπάρχει και η δυνατότητα επιλογής, πού θα κατοικήσει κανείς, για να είναι ήρεμος και να έχει την φώτισή του και ποιους τόπους θα επιλέξει να αποφύγει, γιατί εγκυμονούν κινδύνους. Όλο και όλο το νόημα της ζωής είναι να φωτίσει κανείς όλη την εσωτερική του πραγματικότητα, να την βλέπει καθαρά και καθώς επιλέγει πού θα κατοικεί, η εσωτερική πραγματικότητα αρχίζει να διαμορφώνεται εκ νέου, είναι μια μικρή κοσμογονία, κατά την οποία τα όρη και οι κοιλάδες απαλείφονται για να δημιουργηθεί ένας επίπεδος χώρος με ευρείς, ευρύτατους ορίζοντες, που σου δείχνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, δεν υπάρχει παγίδα, υπάρχει φως και ορίζοντας να τον κατακτήσεις.

Κάπως έτσι έβλεπαν τα Ηλύσια Πεδία οι αρχαίοι, τους Τόπους των Μακάρων, που έπρεπε όμως πρώτα να τους βιώσει κανείς μέσα του και μετά, αφού τους γνωρίσει, τους διαμορφώσει και τους περπατήσει ως την εσωτερική του πραγματικότητα, τότε ήρεμα και ομαλά, μπορεί να μεταβεί, όταν έρθει η ώρα του θανάτου, στην κατάσταση που ο ίδιος είναι πια πνεύμα και συνεχίζει να κινείται σε παρόμοιους Τόπους, όμως τώρα πια αυτοί περιλαμβάνουν και πολλούς άλλους ανθρώπους.

Μέσα σε όλη αυτή την κοσμογονία, το έρεβος πρέπει να εξαφανισθεί. Δεν έχει θέση στην εσωτερική πραγματικότητα και της κάνει κακό.

Όπου έρεβος είναι κάθε πράξη που αδικεί τον άλλον, κάθε ιδέα που την κρατάει κανείς για τον εαυτό του και δεν την μοιράζεται με τους άλλους, κάθε στιγμή που αδιαφορεί για το δημόσιο συμφέρον, κάθε οκνηρή προδιάθεση που τον εμποδίζει να μαθαίνει καινούρια πράγματα, κάθε πονηρή σκέψη που τον σπρώχνει να πλουτίσει αδικαιολόγητα σε βάρος των άλλων και κάθε φυσική επιλογή που τον σπρώχνει να βλάψει τον εαυτό του.

Όλα αυτά είναι το έρεβος και το έρεβος προκαλεί το σκότος, εκείνη δηλαδή την ουσιώδη απομάκρυνση από το φως της διανοίας, που σήμερα ονομάζουμε κατάθλιψη.

Η κατάθλιψη συσκοτίζει την εσωτερική  μας πραγματικότητα, όχι αμέσως, αλλά σταδιακά. Είναι σαν να μειώνεται σταδιακά το φως της μέρας, η νύχτα  δεν έρχεται ποτέ απότομα. Προειδοποιεί. Αν όμως δεν αντιδράσεις, μια μέρα ξυπνάς και το σκότος έχει καλύψει τα πάντα και τότε πια είναι πολύ δύσκολο να κινηθείς, για να το αντιμετωπίσεις.

Μοιάζει τότε ο άνθρωπος με έναν τυφλό, που προσπαθεί να περπατήσει μέσα στα σκοτάδια της εσωτερικής του πραγματικότητας και τραυματίζεται συνεχώς, γιατί δεν βλέπει. Είναι λοιπόν μεγάλη ανάγκη να την προλάβουμε αυτή την κατάσταση και ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι η Αγάπη μας στην Ηθική.

Μια Αγάπη εκπεφρασμένη σε νόμους, υλοποιημένη μέσα από την καθημερινή πρακτική, μια αγάπη που απαιτεί θυσίες, κόπους και βάσανα, γιατί δεν είναι εύκολη, ούτε ανώδυνη, αλλά πότε η Ηθική είναι εύκολη και ανώδυνη; Είναι πάντα δύσκολη και μερικές φορές απροσπέλαστη, πλην όμως είναι απολύτως απαραίτητη και εφικτή.

Ο Σόλωνας από την Αθήνα, ήταν ποιητής και μάλιστα πολύ καλός. Μέσα από τα ποιήματά του υμνούσε τον άνθρωπο, την ζωή, την φύση, την αναγκαιότητα της συνύπαρξης, τις θυσίες που απαιτεί η αγάπη για την Ηθική, αλλά και τον ίδιο τον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στο έρεβος της εσωτερικής του πραγματικότητας.

Έζησε μια εποχή, που τα πράγματα στην Αθήνα, δεν ήταν καλά. Γιατί είχε παραβιαστεί η Ηθική σε όλα τα μέτωπα, τόσο πολύ και τόσο ριζικά, που έπρεπε πια να αρχίσουν να ρυθμίζουν δια νόμου, όσα πριν λίγο ήταν αυτονόητα για την κοινή τους συμβίωση.

Υπήρχαν τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις και παράλογη συγκέντρωση πλούτου σε ορισμένες οικογένειες. Αυτά για τους Έλληνες ήταν πάντα κακά σημάδια, γιατί έδειχναν ότι οι κοινωνίες τους νοσούσαν βαριά, ότι το έρεβος είχε βρει διέξοδο και είχε εγκατασταθεί στις συναλλαγές τους και ότι μετά από λίγο οι θεοί θα τους εγκατέλειπαν και μύρια δεινά τους περίμεναν. Έτσι σκεφτόντουσαν τότε. Υγιώς.

Βρέθηκε τότε ανάμεσά τους ένας άνθρωπος που είχε την χάρη των θεών, εφόσον είχε μέσα του ωραία ποίηση, αυτονοήτως ήταν ένας από τα παιδιά των θεών, ήταν όμως και σοφός και φαινόταν να γνωρίζει καλά τα στοιχεία του ερέβους και να έχει τρόπους και λύσεις για να τα αντιμετωπίσει.

Ο Σόλων πράγματι είχε τον τρόπο να αντιμετωπίσει τα στοιχεία του ερέβους που θα κατέστρεφαν την κοινωνία τους. Είχε όμως και την σοφία να κατανοήσει ότι σε μια κοινωνία διεφθαρμένη, όπως η τότε κοινωνία των Αθηναίων πολιτών, δεν μπορείς να επαναφέρεις τις υγιείς αρχές ούτε με συζήτηση, ούτε με διάλογο, ούτε πολύ περισσότερο να εγγυηθείς με την παρουσία σου την τήρηση νέων κανόνων και θεσμών.

Χρειάζεται νέα νομοθεσία, στην οποία όλοι θα πειθαρχήσουν, γιατί η ανάγκη θα τους οδηγήσει να την τηρήσουν και όχι μια εσωτερική παρόρμηση ή αυτονόητη Αγάπη στην Ηθική.

Η σεισάχθεια είναι το πιο γνωστό από τα μέτρα του Σόλωνα, που διατυπώθηκε με βάση τις αρχές που τηρούσε η παλιά κοινωνία για την επιβίωσή της και λέει περίπου τα εξής:

Κάθε κοινωνία έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει στα μέλη της επαρκείς ποσότητες χώρου, εκπεφρασμένου σε γη, σε πολιτικά δικαιώματα και σε ελευθερία του Λόγου.  Τα μέλη της αντιστοίχως, έχουν τη υποχρέωση να επαυξάνουν τον πλούτο της Πόλης κατά τις δυνάμεις τους, να ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα κατά το μέτρο και τον όγκο της συνεισφοράς τους στην Πόλη και να φροντίζουν ώστε η ελευθερία όλων να διασφαλίζεται.

Είναι πρόβλημα της κοινωνίας και όχι του ατόμου η επιβολή βαρών τόσο ειδεχθών ώστε ολόκληρα κοινωνικά στρώματα να συντρίβονται, η ελευθερία του λόγου να καταργείται στην πράξη και ολόκληρες κοινωνικές ομάδες να οδηγούνται στην δουλεία.

Εφόσον είναι πρόβλημα της κοινωνίας, η κοινωνία θα αναλάβει τα βάρη για τη επίλυσή του και όχι τα μεμονωμένα άτομα που έχουν λυγίσει κάτω από την πίεση ξένων προς την Πόλη συμφερόντων.

Γιατί αν ανεχθούμε να ζούμε σε μια Πόλη, που υποδουλώνει τους κατοίκους της, τότε εμείς όλοι καμία ελπίδα δεν έχουμε να βρούμε τα Ηλύσια Πεδία, εκείνο τον τόπο, όπου όλοι προσπαθούμε να μεταβούμε, είτε εν ζωή, είτε μετά θάνατο, γιατί γνωρίζουμε ότι μόνο εκεί θα είμαστε ευτυχισμένοι.

Μια σεισάχθεια χρειαζόμαστε και σήμερα. Όμως, όχι μόνο από τα οικονομικά μας βάρη, αλλά και από τα βάρη που επισώρευσε στην ζωή και την ψυχή μας η διαβίωση σε κοινωνίες που αντιπαλεύουν τον άνθρωπο και τις υγιείς εκδηλώσεις της διανοίας του.

Για να βρούμε πάλι, από την αρχή, την Αγάπη στην Ηθική, που μας έκανε ανθρώπους.

Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο μου Η Αγάπη στην Ηθική 

Τα σύγχρονα διλήμματα με τον τρόπο σκέψης του Ηρακλή

Οι Έλληνες έφτιαχναν μύθους για να έχουν εύκολα διδάγματα στην ζωή τους, για να εξασκούν όμορφα το μυαλό τους και για να έχουν πάντα πρότυπα. Είναι αξεπέραστα ωραίοι οι Ελληνικοί μύθοι. Τόσο πλούσια μυθολογία, είναι δύσκολο να συναντήσεις σε όλον τον κόσμο. Όμως, μήπως αυτοί οι όμορφοι μύθοι, οι αξεπέραστα διδακτικοί, έχουν κάποια αξία και στην σημερινή ζωή μας; Πιστεύω ότι ο μύθος του Ηρακλή μπορεί να ειπωθεί ξανά στην εποχή μας και να μας δώσει πάλι όμορφα νοήματα, αρκετά διαφορετικά από τα περασμένα αλλά και απολύτως όμοια.

Για αυτό και σας προσκαλώ να διαβάσουμε την εισαγωγή στο βιβλίο «Οι περιπέτειες του Ηρακλή στον σύγχρονο κόσμο».

«Στην ζωή υπάρχουν πάντα δυο δρόμοι για να διαλέξεις. Ο ένας είναι ο δρόμος της αρετής και ο άλλος είναι ο δρόμος της κακίας.

Η αρετή στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένας ήρεμος, ανηφορικός δρόμος, με πολλά εμπόδια, όμως οι θεοί τότε ήταν κοντά σου και σε βοηθούσαν να νικήσεις όλα τα εμπόδια.

Αντίθετα η κακία ήταν ένας ήρεμος ίσιος, δρόμος, δίχως εμπόδια, όμως ξαφνικά σε έβγαζε στην άκρη ενός γκρεμού και δεν μπορούσες να προχωρήσεις άλλο.

Ο Ηρακλής από μικρό παιδί, είχε πάντα να διαλέξει. Θα ακολουθούσε τον δρόμο της αρετής, ή μήπως θα έπαιρνε τα φαινομενικά εύκολα μονοπάτια της κακίας, με αποτέλεσμα να βρεθεί σε έναν γκρεμό που δεν θα μπορούσε να υπερπηδήσει;;

Ο Ηρακλής ακολουθούσε πάντα τον δρόμο της αρετής, εκτός από ελάχιστες φορές που κοίταξε μελαγχολικά προς τον δρόμο της κακίας, αρνήθηκε όμως να τον ακολουθήσει.

Όμως, τι είναι η αρετή;; Μήπως αρετή είναι να υπακούς στον λόγο των άλλων, ή μήπως είναι αρετή να ακούς τον Εαυτό σου και να πηγαίνεις όπου θα σε οδηγήσει;;

Είναι μήπως αρετή να βοηθάς τους άλλους, να είσαι ο σωτήρας όλων ανεξαιρέτως, ή μήπως είναι αρετή να διακρίνεις καθαρά ποιους πρέπει να βοηθήσεις και για ποιο λόγο τον καθένα;

Είναι αρετή να βρίσκεις πάντα τους δύσκολους δρόμους ή είναι αρετή να είσαι κοντά στην σκέψη του θεού  και έτσι να ακούς πολύ προσεκτικά ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσεις;;

Από την άλλη πλευρά, τι μπορεί να είναι η κακία;;

Μήπως κακία είναι να μην έχεις πολλά αγαθά και να εργάζεσαι ήρεμα για να τα αποκτήσεις, ή μήπως κακία είναι να έχεις πολλά αγαθά, να τα καταναλώνεις αλόγιστα και να μην εργάζεσαι για να δημιουργήσεις καινούρια αγαθά για όλους;;

Μήπως η δυστυχία που φέρνει η κακία είναι να είσαι άρρωστος και να υποφέρεις, ή μήπως δυστυχία είναι να είσαι καλά και να κάνεις τόσα λάθη που η ψυχή σου μαυρίζει και υποφέρει, φορτώνοντας την ζωή σου με τόσα βάρη που να μην μπορείς να τα σηκώσεις, ούτε να σηκώσεις κεφάλι;

Μήπως δυστυχία είναι να μην έχεις απογόνους, ή είναι δυστυχία το να έχεις απογόνους και να μην μπορείς εύκολα να τους αξιολογήσεις και να δεις σωστά την συμπεριφορά τους που είναι γεμάτη από αδικίες;;

Όλα αυτά τα ερωτήματα τίθενται σε κάθε άνθρωπο, τέθηκαν και στον Ηρακλή από νωρίς, όμως επειδή αυτός ήταν ήρωας που τον γέννησε το πνεύμα των Ελλήνων, κάθε φορά που άθελά του προσπαθούσε να ακολουθήσει τον δρόμο της κακίας, οι θεοί ήταν κοντά του και διόρθωναν την δική του πορεία.

Το θεϊκό στοιχείο έχει πάντα μεγάλη σημασία για τους Έλληνες και εκείνο που τους απασχολούσε ήταν πώς θα πλησιάσουν εκείνοι τους θεούς τους, για να είναι οι θεοί κοντά τους.

Έδιναν πάντα οι Έλληνες ανθρώπινα χαρακτηριστικά στους θεούς τους, ήταν ωραία χαρακτηριστικά και αντιπροσώπευαν πάντα τις ανώτερες δυνάμεις της διανοίας που ήθελαν εκείνοι να έχουν και να τις διοχετεύουν ήρεμα στο δικό τους είδος.

Ο Μύθος λέει πως όταν ο Ηρακλής ήταν νέος, εμφανίστηκαν μπροστά του δύο γυναίκες.

Η μία είχε μια κοινή εμφάνιση, φορούσε πολύτιμα ενδύματα με πολλά στολίδια και άρχισε να του λέει, με την επιτηδευμένη φωνή που χρησιμοποιούσαν τότε οι αυλοκόλακες και τα κάθε είδους παράσιτα:

«Ηρακλή θα γίνεις μεγάλος και θα ευτυχήσεις. Θα βρεις ένα καλό βασίλειο και θα κυβερνήσεις. Θα παντρευτείς και θα κάνεις πολλούς γιους.

Η ζωή σου θα κυλάει ήσυχα μέσα στην πολυτέλεια και τις ανέσεις. Άλλοι θα εργάζονται για εσένα και θα έχεις πολλούς δούλους. Εσύ ανάγκη να εργαστείς δεν θα έχεις. Αν γίνονται πόλεμοι από γειτονικά βασίλεια, εσύ θα πας να πολεμήσεις και η φρουρά σου θα φροντίσει να νικήσεις.

Θα μιλάς στους άλλους με λόγια τετριμμένα, γιατί δεν θα σε ενδιαφέρει να γίνεται λόγος που να ταράζει τα κατεστημένα, κατεστημένο θα είσαι εσύ και τη δική σου κυριαρχία θα θέλεις να διατηρήσεις.

Όσους εναντιώνονται σε εσένα θα τους φυλακίζεις. Μετά θα φροντίζεις να τους ελευθερώσεις για να δείξεις την μεγαλοσύνη σου και να σε υμνούν περισσότερο οι άλλοι.

Όσους σε τιμούν και δουλεύουν για εσένα, αυτούς θα τους ανταμείβεις, όχι πολύ, για να μην χάνονται τα δικά σου πλούτη».

Άκουσε ο Ηρακλής και είπε.

«Αυτή εδώ η γυναίκα, μου περιγράφει την ζωή όπως την έχω ζήσει. Στο βασίλειο του πατέρα μου και στα γειτονικά βασίλεια, έτσι κάπως είναι τα πράγματα.

Μόνο οι πόλεμοι διαφέρουν. Άλλοτε είναι περισσότεροι, άλλοτε λιγότεροι, αλλά ένας σώφρων βασιλιάς θα αποφύγει τους πολέμους, για να μην σκοτώνονται οι άνθρωποι και να μην καταστρέφονται οι πόλεις.

Μου λέει εδώ αυτή η γυναίκα, πως θα γίνω ένας βασιλιάς σαν όλους τους άλλους, θα καθίσω πάνω στα αγαθά που μου προσφέρουν, θα διατηρήσω όσα βρήκα και με λίγη προσπάθεια θα τα αυξήσω και μετά θα πεθάνω και την θέση μου θα πάρει κάποιος άλλος.

Δεν βλέπω να υπάρχει τιμή σε αυτόν τον δρόμο, δεν βλέπω να υπάρχει ανδρεία, άλλους τόπους δεν θα γνωρίσω και τα δικά μου αγαθά δεν θα έχω την δυνατότητα να τα δημιουργήσω, γιατί αυτά θέλουν αρετή και ανδρεία.

Όταν κάθεσαι σε έναν τέτοιο θρόνο, δεν μπορείς να δημιουργήσεις, πάντα σε δεσμεύουν αυτά που έχουν φτιάξει οι άλλοι και ο πόθος να τα κρατήσεις νεκρώνει κάθε βούληση δική σου.

Τι να τον κάνω έναν τέτοιο θρόνο; Η ζωή μου δεν θα έχει θεοσημία, θα ζω όπως ζουν όλοι οι άλλοι και άθλο ικανό για να μου δώσει αθανασία δεν θα βρω να κάνω.

Τότε οι θεοί δεν θα ασχολούνται μαζί μου και δεν θα τους ενδιαφέρει τι κάνω, ένα λιθαράκι ασήμαντο θα είμαι εγώ που το σηκώνει η κάθε δική τους καταιγίδα».

Τότε εμφανίστηκε μια γυναίκα, με λιτά, λευκά ενδύματα και όψη φωτεινή και ήρεμους τρόπους.

«Εσύ του είπε, είσαι Έλληνας, δεν είσαι Θηβαίος, Βοιωτός, Πελασγός ή Μυκηναίος, είσαι ένας από τους γενάρχες μιας νέας φυλής που προέρχεται από όλες τις άλλες και τις υπερκαλύπτει.

Σαν γενάρχης που είσαι, έχεις να κάνεις πολλά ηρωικά κατορθώματα, θα φτάσεις στα πέρατα της Γης, θα ιδρύσεις αποικίες, θα παλέψεις με υπερφυσικά θηρία και η φήμη σου θα απλωθεί σε όλες τις Ελληνικές πόλεις.

Για να γίνουν όλα αυτά, οι θεοί θα είναι μαζί σου και εσύ σε κάθε βήμα θα τους συμβουλεύεσαι, γιατί τα ηρωικά κατορθώματα θέλουν και θεϊκή προστασία. Οι θεοί να είναι κοντά σου και τίποτα να μην φοβάσαι.

Θα αποκτήσεις πολλή γνώση που οι θεοί δεν την δίνουν σε όλους τους άλλους, αυτή την γνώση θα την μοιραστείς επιλεκτικά με όποιον την αξίζει και το δικό σου είδος σκέψης θα εξαπλωθεί και θα επεκταθεί όσο χρειάζεται.

Το όνομά σου θα δοθεί σε πολλές πόλεις και οι άνθρωποι θα σε μνημονεύουν για πολλά χρόνια, ημίθεος θα λένε έγινε, φαινόταν ότι ήταν γιος Διός από την κούνια».

Τα σκέφθηκε πολύ καλά ο Ηρακλής και είπε:

«Αυτά ήθελα πάντα, αυτή η γυναίκα μίλησε στην ψυχή μου και με βοήθησε να βρω αυτά που ήταν εκεί κρυμμένα και με πίεζαν για να βγουν στην επιφάνεια.

Ξέρω ότι τα ηρωικά κατορθώματα κρύβουν και πολλούς κινδύνους, αλλά οι θεοί θα είναι μαζί μου και ένα μέρος από την γνώση τους θα περνάει σε μένα για να μπορώ να εξαφανίζω τους κινδύνους.

Αυτή είναι η ζωή που θέλω να ζήσω, να ιδρύσω πόλεις, να εξαφανίσω τους κινδύνους για τον λαό μας, δεν με ενδιαφέρει αν θα με πουν ήρωα ή θεό τους, εμένα με ενδιαφέρει να υπάρχει στον κόσμο μας η ισορροπία»

Τότε γύρισε στην γυναίκα για να ρωτήσει το όνομά της, όμως πριν ρωτήσει ήξερε πως την λένε Αρετή και της Αρετής τον δρόμο θέλει να ακολουθήσει.

Στους Έλληνες άρεσε πάντα η ισορροπία, έλεγαν πρέπει να βοηθάς τους άλλους, αυτό είναι αλήθεια εκεί στηρίζεται η συμβίωσή μας και σε αυτή την βάση προάγεται η συνύπαρξή μας. Όμως από τη άλλη πλευρά, πρέπει να βοηθάς τον Εαυτό σου να φέρει στην Γη τα δικά του έργα. Κουβαλάει στους ώμους του μεγάλο βάρος και πρέπει να τον ανακουφίσεις και να βρεις δρόμους μέσα σου για να έρθουν εκεί τα δικά σου έργα.

Για να επιτύχει κάποιος αυτή την ισορροπία, πρέπει πάντα να μπορεί να απαντάει στο θεμελιώδες ερώτημα, τι είναι η αρετή και τι είναι η κακία.

Έχει πολλές απαντήσεις αυτό το ερώτημα, ανάλογα με την εποχή και τους ανθρώπους, ανάλογα με την κρατούσα ηθική, ανάλογα με την γνώμη των άλλων.

Όμως, το μεγαλύτερο ερώτημα είναι αν πρέπει ο άνθρωπος να ακούει την εσωτερική φωνή του, αυτήν που πάντα αποδίδουμε στον Εαυτό και λέει αυτή η φωνή πάντα τι πρέπει να ακολουθήσουμε για να είμαστε σύννομοι με τον θεϊκό νόμο και να περπατάμε στην Γη ακολουθώντας πάντα τον ηθικό δρόμο.

Το ερώτημα αυτό το έχουν απαντήσει οι Έλληνες με δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος είναι με την Ηθική που πάντα ακολουθούσαν και έλεγε ότι πρέπει να κάνεις με τους άλλους κοινά έργα, μέσα σε αυτά τα έργα να αναδεικνύεται η προσωπικότητά σου, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρίσματα της δικής σου διανοίας.

Ο άλλος τρόπος είναι με την Αγάπη που πάντα διέκρινε τις δικές τους πράξεις και ήταν Αγάπη προς τον Άνθρωπο και τις θεϊκές του δυνάμεις, Αγάπη προς την κοινωνία και τις καταλυτικές της δυνάμεις, Αγάπη προς τον Εαυτό και τους καλούς δασκάλους που έχει γνωρίσει.

Ο Ηρακλής, ο μεγάλος αρχετυπικός ήρωας των Ελλήνων, σε όλη την ζωή του προσπαθούσε να απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα: Τι κάνω εγώ που είναι απαραίτητο για την σωτηρία των άλλων, τι κάνω εγώ που είναι απαραίτητο για την ευημερία και την προσωπική μου υγεία.

Η απάντηση στο ερώτημα είναι η ισορροπία. Ισορροπία λόγων, πράξεων και έργων ώστε να έρθει στην Γη η πολυπόθητη γαλήνη, αυτή η ωραία ιδιότητα που έχουν τα ανώτερα πεδία και είναι τόσο απαραίτητη στους ανθρώπους.

Αν οι άνθρωποι έχουν την Γαλήνη τότε μπορούν να επιθυμούν τα καλά για τον εαυτό τους και τους άλλους, αν δεν έχουν την γαλήνη τότε δεν είναι βέβαιοι για αυτά που πρέπει να κάνουν.

Ο Ηρακλής γεννήθηκε μια μέρα, ολόφωτη και λαμπερή μέρα, οι μοίρες πήγαν να τον μοιράνουν και δεν παρέλειψαν τίποτα από αυτά που είχαν να δώσουν, του έδωσαν αρετή, του έδωσαν ανδρεία, του έδωσαν τόλμη και ευφυία, του έδωσαν την καλή διάθεση να υπηρετεί το κοινό συμφέρον όμως παρέλειψαν να του δώσουν την υπομονή που είναι η απαραίτητη ιδιότητα κάθε καλού μύστη, όταν αυτός έχει να παλέψει με τεράστια θηρία.

Ένας καλός μύστης πρέπει να έχει πάντα την υπομονή, να ξέρει πού να σταματάει, να γνωρίζει πού σταματάει η δική του δράση και είναι απαραίτητο να αρχίσει η δράση των άλλων.

Να μην προσπαθεί να κάνει μόνος του όλους τους άθλους, αλλά να δίνει και στους άλλους τον χώρο που είναι απαραίτητος για να πολεμήσουν και να κάνουν και αυτοί τους δικούς τους άθλους.

Να προχωράει ήρεμα στους δικούς του δρόμους, γνωρίζοντας ότι οι άλλοι θα ακολουθήσουν, μπροστά του κανείς δεν υπάρχει, γιατί αυτός είναι ο ήρωας που θα οδηγήσει την φυλή του.

Σε όλη την ζωή του ο Ηρακλής πάλεψε για να αποκτήσει την υπομονή του, τη συγκρότηση που οδηγεί στην νίκη, το αναπόφευκτο τέλος όλων των εχθρών του που ήταν και εχθροί του λαού του.

Αν κατάφερε όσα ήθελε, θα το κρίνεις εσύ Αναγνώστη, καθώς προχωράει ο ωραίος μας Μύθος και γνωρίζεις και εσύ από κοντά τον Ηρακλή, μεγάλο ήρωα των Ελλήνων, γιο του Διός και της Αλκμήνης, εγγόνι του Περσέα και πρώτο στην γενιά των μεγάλων ηρώων που κάποτε έφτιαξαν την Ελλάδα”.

Ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα

Στην σημερινή εποχή οι δυνάμεις ενός μύθου, μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα την πραγματικότητα. Από την πολύ παλιά εποχή, διηγούμαστε μύθους εμείς οι Έλληνες, προκειμένου να ανεβούμε λίγο πιο ψηλά και από εκεί να δούμε ξανά όσα μας απασχολούν και μας προβληματίζουν.

Σήμερα, έχουμε πολλά και είμαστε μορφωμένοι. Όμως, ένας καλός μύθος πάντα μπορεί να βοηθήσει. Για αυτό και εγώ σήμερα θα σας διηγηθώ μια ιστορία, την ιστορία του Ηρακλή που νίκησε την Λερναία Ύδρα.

«Υπάρχει στην Λέρνα μια χθόνια μάγισσα τρομερή που κάθεται πάνω στην πηγή της θεϊκής Αμυμώνης και φυλάει καλά τα δικά της λημέρια. Ποτίζει τους ανθρώπους κρυφά με τα δικά της φαρμάκια, τα περνάει στο νερό ή στο φαγητό που τους προσφέρει, τους χαμογελάει γλυκά τους αποκοιμίζει.

Οι άνθρωποι πίνουν τα φαρμάκια και χάνεται ο νους τους μέσα σε παντοδύναμες παραισθήσεις που η μάγισσα φυτεύει.

Γεννιέται μέσα στην ψυχή τους ο τρόμος, που την ψυχή την λιώνει και την συσκοτίζει και έτσι μέσα στον τρόμο κάνουν τα χειρότερα λάθη. Τρέχουν και πέφτουν σε ένα φαράγγι, αφαιρούν μόνοι την ζωή τους και βγάζουν άναρθρες κραυγές πιστεύοντας ότι τα ουράνια τέρατα τους καταδιώκουν.

Δυστυχής όποιος πέσει στα φαρμάκια της Λερναίας Ύδρας, της κακιάς μάγισσας του έλους.

Όλη μέρα κάθεται εκεί κοιτάζοντας γύρω με τα μνησίκακα μικρά της μάτια και ενώ οι άνθρωποι νομίζουν πως είναι μια αθώα γριούλα, η μάγισσα επικαλείται τους χθόνιους θεούς για να φέρει το κακό και την αρρώστια στους γύρω τόπους.

Τις νύχτες τρυπώνει στα όνειρα των ανθρώπων και τους υποβάλει ότι τρομερά βάσανα ελλοχεύουν στην ζωή τους και ότι θα τους καταπιούν ζωντανούς της ζωής τα εμπόδια. Κάνει τους ανθρώπους να βλέπουν τρομερούς εφιάλτες και αυτοί είτε τρελαίνονται, είτε δεν μπορούν να κοιμηθούν τις νύχτες και εξαντλούνται από την αυπνία.

Μέσα στην εξάντλησή τους την μεγάλη, βλέπουν στον ύπνο τους ή την ημέρα, τέρατα τεράστια που απειλούν να τους καταβροχθίσουν, οι περισσότεροι έχουν ήδη παραφρονήσει και ασυνάρτητα είναι τα δικά τους λόγια.

Σκέφθηκε ο Ευρυσθέας, αν στείλω τον Ηρακλή στην γριά μάγισσα την Λερναία Ύδρα, που τρελαίνει τους ανθρώπους, τους κάνει να βλέπουν τέρατα ανθρωποφάγα, τους θολώνει στο μυαλό και πολλές φορές τους κάνει να αφαιρούν μόνοι την ζωή τους, θα τα καταφέρει να βγει ο Ηρακλής από εκεί μέσα, ή θα πλανιέται για πάντα στους τόπους της λήθης με χαμένο το μυαλό του;».

Όταν τα σκέφθηκε όλα αυτά, κινήθηκε με ικανοποίηση η μαύρη ψυχή του και είπε:

«Εξάδερφέ μου Ηρακλή πόσο χαίρομαι που σε βλέπω ζωντανό. Η φήμη σου προηγείται και έμαθα πως σκότωσες το τρομερό λιοντάρι που ταλαιπωρούσε τον λαό μας τόσα χρόνια.

Όμως τα δεινά για τον δύστυχο λαό μας δεν έχουν τελειωμό. Υπάρχει στην Λέρνα, εκεί κοντά στην Νεμέα, η Ύδρα που ταλαιπωρεί τον λαό μας εδώ και πολλά χρόνια.

Είσαι ο κατάλληλος ήρωας για να βρεις και να σκοτώσεις την Λερναία Ύδρα, απαλλάσσοντας τον λαό μας από τα τρομερά της μάγια».

Άκουσε αυτά τα λόγια ο Ηρακλής και πάγωσε η ψυχή του. Πώς θα καταφέρει να αντιμετωπίσει την ολέθρια μάγισσα, την Λερναία Ύδρα και να βγει αλώβητος από την δική της έχθρα;;

Είχε ακούσει τρομερές ιστορίες για ανθρώπους που είχαν χάσει το μυαλό τους, που εγκλωβίστηκαν σε τόπους σκοτεινούς, στις βαθιές σπηλιές του μυαλού τους, εκεί που ο ορίζοντας είναι χαμηλός και πηχτή είναι η μέρα, δεν την ξεχωρίζεις από το σκοτάδι.

Οι βασανισμένες ψυχές ακουγόντουσαν τις νύχτες να κλαίνε και να σπαράζουν, οι ευαίσθητοι μπορούσαν να τους ακούσουν. Σώστε μας έλεγαν, σώστε μας από τα μαρτύριά μας, ας μην μας νικήσει το σπήλαιο, ας φύγει για πάντα η ψυχή μας να πάει στα Ηλύσια, ή στην Γη να επιστρέψει, όμως αυτό το μαρτύριο να τελειώσει.

Ο Ηρακλής γνώριζε πως δεν ήταν έτοιμος για αυτόν τον άθλο. Όταν αποδέχθηκε πως χρειάζεται βοήθεια, σκέφθηκε αμέσως ότι υπήρχαν οι Δελφοί και στους Δελφούς υπήρχε η Πυθία και μπορούσε να πάει εκεί να ετοιμαστεί για να δώσει τη τελική μάχη.

Χαμογέλασε τότε ο Ηρακλής ανακουφισμένος και είπε στον Ευρυσθέα: «Έχεις δίκιο, ο λαός μας υποφέρει εδώ και χρόνια, πρέπει να τον λυτρώσουμε από την Λερναία Ύδρα».

Είπε αυτά ο Ηρακλής και έφυγε σκεπτικός από το παλάτι του Ευρυσθέα. Είμαι άραγε εγώ ικανός να νικήσω μια μάγισσα σκοτεινή;;

Είμαι σε θέση να νικήσω τις σκοτεινές της δυνάμεις;;

Είμαι ικανός να νικήσω ένα τέρας που το αντιμετώπισαν και νικήθηκαν τόσοι άλλοι πριν από μένα.;;.

Ταξίδεψε πάλι ο Ηρακλής, στην αρχή περπάτησε πολύ και είχε χρόνο για να σκεφθεί. Μετά ταξίδεψε με το πλοίο και είχε χρόνο να συμβουλευτεί τα αστέρια. Όταν έφτασε πια στους Δελφούς και την Πυθία, ήταν έτοιμος να ακούσει τις συμβουλές των θεών τους.

«Είναι μια χθόνια Ηρακλή, του είπε η Πυθία. Η ψυχή σου δεν φοβάται αυτή την Σκοτεινή που την γέννησε το Έρεβος και ο Τυφώνας.

Υπάρχουν οι σκοτεινοί θεοί Ηρακλή. Χρόνια ολόκληρα οι δικοί μας θεοί του φωτός κυνηγάνε μέχρι το τέλος της αβύσσου αυτά τα μολυσματικά τέρατα που καταστρέφουν το μυαλό των ανθρώπων.

Με τους θεούς μας συντάσσεσαι όταν πηγαίνεις να κυνηγήσεις την Λερναία Ύδρα. Είσαι παιδί του Διός και αδελφός του Ήλιου και στερνοπαίδι της Αλήθειας.

Ήρθε η ώρα η αλήθεια να λάμψει και η αλήθεια είναι πως το δικό σου μυαλό, οι χθόνιοι δεν μπορούν να το μολύνουν.

Οι χθόνιοι είναι αντίπαλοι που κινούνται στο σκοτάδι και εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά μας όταν είμαστε τυχεροί και η λάμψη των θεών μας μπορεί να τους τρομάξει.

Τότε τους βλέπουμε καθαρά, βλέπουμε το μιαρό τους στόμα που εκτοξεύει τις ύβρεις, την μία μετά την άλλη, βλέπουμε την λάμψη των σκοτεινών ματιών τους που εκτοξεύουν μίσος κατά των ανθρώπων και αντιλαμβανόμαστε, σε μια στιγμή δικής μας ενόρασης, το απύθμενο βάθος της δικής τους κακίας.

Τότε, μπορούμε να τους φονεύσουμε αλλά όχι πριν.

Όταν αντικρύζεις μια χθόνια μάγισσα Ηρακλή, δύσκολα θα την αναγνωρίσεις. Πρόσεξε, να μην μείνεις κοντά της, να μην φας από το φαγητό της, να μην πιείς από το νερό της, γιατί τότε θα χάσουμε εσένα που είσαι αδερφός θεών και μελλοντικός ήρωας για τον λαό μας και θα μείνει κάτι, που θα θυμίζει τον Ηρακλή αλλά δεν θα είναι, θα είναι μόνο ό,τι απέμεινε από το λαμπρό μέλλον που σου ανήκει και την δόξα που σου ταιριάζει.

Εσύ είσαι δικό μας παιδί, παιδί του Διός και του Ήλιου, αδελφός πολλών θεών και λυτρωτής του λαού μας από μεγάλα βάσανα που οι θεοί του έχουν βάλει

Κοίταξε να θυμάσαι πάντα την καταγωγή σου και τους θεούς που σε έχουν βοηθήσει, όταν η σκέψη σου είναι κοντά στους θεούς, τα τρομερά δηλητήρια της μάγισσας δεν θα μολύνουν το μυαλό σου.».

Άρεσαν στον Ηρακλή αυτά τα λόγια, ήξερε πως είναι αλήθεια, όμως παρέμενε το γεγονός πως δεν ήξερε τον τρόπο για να νικήσει την μάγισσα με τις σκοτεινές δυνάμεις.

Φοβόταν μήπως κυριεύσει το μυαλό του, πριν προλάβει να την αντικρύσει στην πραγματική της εικόνα, όταν ακόμα νομίζει ότι είναι ακίνδυνη για το μυαλό και την συνείδησή του.

Οι σκοτεινές μάγισσες φυτεύουν στο υποσυνείδητο των ανθρώπων πολλούς φόβους και αγωνίες, τρόμο βαρύ και παραλυτικό, βρίσκουν όλες τις αδυναμίες του ανθρώπου και εκεί εγκαθιστούν τον τρόμο, τον φόβο και την ενοχή, τα τρία τέρατα που όσο και αν αγωνιστεί ο άνθρωπος, μόνος του δεν μπορεί να τα νικήσει.

Όλα αυτά συμβαίνουν όταν ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να αντικρύσει την πραγματική εικόνα της χθόνιας μάγισσας. και τότε να υψώσει μέσα του τείχη ισχυρά για την αντιμετωπίσει.

Σκέφθηκε ο Ηρακλής τι να κάνει. Να την σκοτώσει την μάγισσα με το όπλο;; Φοβόταν ότι ακόμα και τότε ετοιμοθάνατη θα κατάφερνε να επηρεάσει τον νου με τις σκοτεινές της δυνάμεις.

Να την αναγκάσει να φανερωθεί και να την συλλάβει ;; Μα τότε ως αιχμάλωτη δική του θα φύτευε τον φόβο μέχρι τα μύχια της καρδιάς της.

Ο Ηρακλής όπως και όλοι οι Έλληνες φοβόντουσαν τον Φόβο όσο τίποτα άλλο.

Ο Φόβος έλεγαν είναι μια πέτρα βαθειά που σε τραβάει στον βυθό μιας άπατης λίμνης, είναι ένα βέλος που σου καρφώνεται στην καρδιά και σε ρίχνει στην Γη από εκεί ψηλά που σαν αετός πετάς και βλέπεις όλη την γη κάτω και όλη η Γη είναι δική σου.

Ο Φόβος, είναι μια ψυχή βαθειά που σε προσκαλεί να την γνωρίσεις και μόλις φτάσεις εκεί κοντά μια μαύρη τρύπα ανακαλύπτεις, ένα βαθύ πηγάδι, μια δίνη που σε ρουφάει και σε στέλνει να βρεις τις ανείπωτες αγωνίες και τον φόβο του δικού σου θανάτου.

Ο Φόβος έλεγαν είναι αυτό που σου παραλύει τα πόδια στην μάχη, θέλεις να τρέξεις αλλά δεν μπορείς και τότε έρχονται οι εχθροί και κάποιος από αυτούς θα σου πάρει το κεφάλι.

Ο Φόβος είναι αυτός που σε στέλνει κατευθείαν στον Άδη, γιατί άνθρωπος φοβισμένος σε αυτή την Γη δεν μπορεί να πατήσει και τον θάνατο να νικήσει.

Φοβόντουσαν πολύ οι Έλληνες τον Φόβο και ο Ηρακλής ακόμα παραπάνω γιατί δεν ήθελε ούτε να νοιώσει, ούτε να υπάρξει ο ίδιος μέσα στον φόβο.

Καθώς λοιπόν σκεπτόταν πώς να νικήσει την μάγισσα, αίφνης μια λαμπρή ιδέα φώτισε το μυαλό του. Και αν την κάψω;;

Όσο το σκεφτόταν ο Ηρακλής τόσο του άρεσε η ιδέα, γιατί τον φόβο πράγματι δεν μπορείς να τον νικήσεις, μπορείς μόνο να τον κάψεις μέσα στην ορμητική δύναμη του ηρωισμού σου.

Όλα αυτά σαν σε όραμα τα είδε ο Ηρακλής και όταν συνήλθε από τον οραματισμό του, είδε την Πυθία να τον κοιτάζει με τα φωτεινά της μάτια.

Τότε κατάλαβε ο Ηρακλής αυτό που του είχαν πει και άλλοι, πως όταν μιλάς με την Πυθία και εκείνη δέχεται να σου μιλήσει, ξαφνικά ανοίγει ο νους σου και βλέπεις με μια εκπληκτική καθαρότητα όλα όσα έχεις να κάνεις και οι θεοί ζητούν από εσένα.

Ενάργεια το λέμε εμείς αυτό στην Ελλάδα και είναι εκείνη η εκπληκτική στιγμή που ανοίγει μια χαραγματιά στο βαρύ μέτωπο της καταιγίδας και φαίνεται ο ουρανός από εκεί, να διαχέεται το φως όπως και πρώτα.

Έστειλε ο Ηρακλής στον Δία τις μεγάλες ευχαριστίες όχι μόνο γιατί τον βοηθούσε σε όλη την ζωή του, αλλά γιατί του έδινε την ευκαιρία να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια της Πυθίας, που όλα τα γνώριζε και όλα τα κοιτούσε.

Έφυγε χαρούμενος ο Ηρακλής και λίγο πριν φύγει, του είπε η Πυθία, «όταν κάψεις τα πάντα εκεί, μην γυρίσεις να δεις πίσω την γη που είναι καμένη, μόνο πήγαινε και βρες την μάγισσα και θάψε την βαθειά στην Γη, κανείς πια να μην την περιμένει».

Το άκουσε ο Ηρακλής και έφυγε για να πραγματοποιήσει το σχέδιό του.

Ήξερε από παλιά ότι η μάγισσα φώλιαζε κοντά στην πηγή της Αμυμώνης, αυτής της ωραίας πηγής με τα καθαρά νερά που ύδρευαν τον οικισμό της Λέρνας.

Ήταν τόσο πολύτιμη η πηγή ώστε μια παράδοση ωραία έλεγε ότι ο Ποσειδώνας τόσο αγάπησε την Αμυμώνη, την θυγατέρα του Δαναού και κόρη της Ευρώπης, ώστε κτύπησε με την τρίαινα τον βράχο και τότε καθαρό νερό ανάβλυσε και ήπιαν όλοι οι διψασμένοι.

Καθώς πλησίαζε την πηγή ο Ηρακλής είχε τον νου του, περίμενε να δει το άγριο πλάσμα, μια μάγισσα των αρχαίων μύθων, με κεφάλι ανθρώπου, φιδίσια μαλλιά, το σώμα της γεμάτο φολίδες και η ουρά της σαν δράκοντα να σέρνεται στο χώμα.

Ήταν τότε η εποχή που οι ωραίοι μύθοι των προϊστορικών Ελλήνων, έφτιαχναν ωραίες εικόνες στο μυαλό των παιδιών τους, το κακό για να το φοβάσαι πρέπει να το ντύνεις με φρικτές εικόνες και το καλό για να το προσεταιρίζεσαι πρέπει πάντα να το ντύνεις με όμορφες εικόνες.

Καθώς πλησίαζε την πηγή, είδε ο Ηρακλής να κάθεται στην σκιά από ένα πλατάνι, μια γριούλα με άσπρα μαλλιά, άσπρο δέρμα και καλοσυνάτο πρόσωπο.

Καθόλου δεν έμοιαζε με τέρας, αντίθετα του θύμιζε κάτι αόριστα, ίσως κάποια από τις παραμάνες των παιδικών του χρόνων, ίσως μία από τις πολλές θεραπαινίδες που υπήρχαν στα δώματα της μητέρας του και είχαν στην φροντίδα τους τον Ηρακλή που ήταν βρέφος.

Παρασυρμένος από τις παιδικές του αναμνήσεις πλησίασε ο Ηρακλής και κάθισε εκεί πέρα, έβγαλε από τον σάκο του μερικά αμύγδαλα και τα πρόσφερε στην γριούλα, εκείνη τα δέχθηκε και πήρε με το τάσι της λίγο νερό από την πηγή για να του δώσει.

Τότε άστραψε στο μυαλό του Ηρακλή η εικόνα της Πυθίας να του λέει, «μην πάρεις τίποτα από την μάγισσα, μην φας από το φαγητό της, μην πιείς από το νερό της» και ήρθε η ενάργεια στο μυαλό του.

Αίφνης γνώριζε και ήταν σίγουρος ότι η αγαθή γριούλα ήταν η χθόνια μάγισσα της Λέρνης και αρνήθηκε το νερό της, πέταξε το τάσι.

Η αγαθή γριούλα, η χθόνια μάγισσα, καθόλου δεν πτοήθηκε, μόνο του είπε: «Φαίνεται πως πεινάς, τόσον καιρό που περπατάς για να φτάσεις εδώ πέρα. Θέλεις να σου δώσω λίγο από το φαγητό μου; Είναι ένα ωραίο ελάφι που ένας καλός κυνηγός μου το έδωσε για δώρο».

Ήξερε η χθόνια πως ο Ηρακλής πάντα πεινούσε, ήταν θεόρατη η όρεξή του και όπως ήταν και αυτός θεόρατος σαν μεγάλο θηρίο, ένα καλό γεύμα πάντα τον συγκινούσε.

Πήγε να παρασυρθεί ο Ηρακλής, εξάλλου φαινόταν τόσο άκακη και αθώα η γριούλα μήπως έκανε λάθος την πρώτη φορά και παρεξήγησε τις δικές της προθέσεις;;

Τότε άστραψε μπροστά στα μάτια του η εικόνα της Πυθίας να λέει εμφατικά και με έντονη ανησυχία: «Ηρακλή μην πάρεις τίποτα από την μάγισσα, μην φας το φαγητό της, μην πιείς το νερό της». Συνήλθε ο Ηρακλής και έδιωξε από μέσα του την πείνα.

Η γριά που ήταν η Λερναία Ύδρα τον παρακολουθούσε με την σκοτεινά της μάτια και όταν ο Ηρακλής αρνήθηκε να πάρει το φαγητό της, δεν πτοήθηκε και είπε:

«Νομίζω πως είσαι ο Ηρακλής ο γιος του Δία και της Αλκμήνης, ο ήρωας που φόνευσε τον λέοντα της Νεμέας. Συμβαίνει να έχω από καιρό, μια εικόνα της Αλκμήνης, μου την έφερε ένας προσκυνητής που χρειαζόταν τα γιατροσόφια μου. Μήπως θέλεις να δεις την μάνα σου;»

Ο Ηρακλής θόλωσε για μια στιγμή, πράγματι ήθελε να δει την αγαπημένη του μητέρα, που δεν ήξερε αν ζούσε και αν θα την έβλεπε ξανά στην ζωή του, εξόριστος καθώς ήταν για τον υποτιθέμενο φόνο της Μεγάρας και των παιδιών της.

Πήγε να πάρει με αγωνία την εικόνα για να δει την μάνα του, την Αλκμήνη. Τότε σηκώθηκε αέρας μεγάλος, σείστηκε ο πλάτανος και μέσα από τον άνεμο άκουσε ο Ηρακλής την φωνή του Διός να λέει: «Ηρακλή είσαι το παιδί μου, σε κανέναν άλλον δεν λογοδοτείς, παρά μόνο σε εμένα, όταν εσύ χρειάζεσαι να δεις την Αλκμήνη, εγώ θα στείλω την Αλκμήνη σε εσένα και δεν χρειάζεται να ανησυχείς για κανένα λόγο».

Ηρέμησε και πάλι ο Ηρακλής, θυμός όμως δεν τον είχε κυριεύσει και έπρεπε να θυμώσει πολύ για να δει την μάγισσα στην πραγματική μορφή της και να μπορέσει να την εξοντώσει.

Η μάγισσα κοίταξε τον Ηρακλή και είπε: «Ηρακλή, κοίταξέ με καλά, τι βλέπεις; Δεν σου θυμίζω την γυναίκα σου τη Μεγάρα; Μήπως αν δεν την σκότωνες αυτήν και τα παιδιά της, να έφτανε στα χρόνια μου, καλοστεκούμενη σαν εμένα και να καθόσασταν όλοι μαζί εδώ πέρα;; Τι σε έπιασε Ηρακλή και σκότωσες την Μεγάρα; Τι κρύβεις μέσα σου και ποια δολοφονικά ένστικτα κυβερνούν το μυαλό σου; Πώς θολώνει η κρίση σου και επιτίθεσαι στους άλλους σαν άγριο θηρίο; Μήπως εσύ είσαι το άγριο θηρίο και όχι οι άλλοι που κυνηγάς να σκοτώσεις;»

Θόλωσε ο Ηρακλής και τρομερές τύψεις τον κατέκλυσαν. Πόνεσε η ψυχή του στην ανάμνηση του τρομερού φόνου που δεν θυμόταν, αλλά του έλεγαν οι άλλοι ότι είχε κάνει.

Ήταν σκοτεινά πια στην πηγή και πήγαν να τον πάρουν τα κλάματα, να νοιώσει πολύ ένοχος και αν θα συνέβαινε αυτό θα έλιωνε η ψυχή του και θα τον εγκατέλειπε το θάρρος.

Τότε ήρθε η Αθηνά και στάθηκε κοντά του με την μορφή του Ιόλαου του αγαπημένου του ανιψιού. Της άρεσε πάντα της θεάς να παίρνει τις μορφές άλλων και να την νοιώθουν οι άνθρωποι κοντά τους πιο οικεία, να τους μιλάει στην γλώσσα τους και να τους συμβουλεύει.

«Ηρακλή, κανείς δεν ξέρει αν σκότωσες πραγματικά την Μεγάρα. Πολλοί το ισχυρίζονται, εσύ όμως δεν το θυμάσαι. Και αν είναι η βούληση των θεών να υποστείς εσύ αυτή την τιμωρία, τους άθλους, ποιος είσαι εσύ να αμφισβητήσεις την βούλησή τους και να σταματήσεις πριν ολοκληρώσεις τους άθλους;

Όλα γίνονται για να ανέβουμε ψηλά, να εγκαταλείψουμε τα ποταπά μας όνειρα, τις χαμηλές μας σκέψεις και να φτάσουμε εκεί που η σκέψη των θεών κατεβαίνει να μας συναντήσει και να κάνουμε μαζί τα ωραία μας έργα».

Ηρέμησε ο Ηρακλής με αυτά τα λόγια, τον Ιόλαο τον ήξερε από καιρό και τον εμπιστευόταν, ήταν άνθρωπος και νόμιζε ότι τον καταλαβαίνει.

Τότε η Αθηνά αποφάσισε να μείνει κοντά του με την μορφή του Ιόλαου, να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τον άθλο και να σκοτώσει την βρώμικη γριά μάγισσα, την Λερναία Ύδρα.

Απομακρύνθηκε ο Ηρακλής από τον πλάτανο συλλογισμένος, χωρίς να γυρίσει πίσω του να κοιτάξει.  Πώς θα μπορούσε να σκοτώσει μια γριούλα; Όσο και αν ήταν χθόνια, είχε δυσκολίες ο ήρωάς μας γιατί ακόμα δεν την είχε δει στην πραγματική μορφή της. Ακόμα πάλευε με τον εαυτό του, με τις τύψεις και τις ενοχές του, με όλα αυτά που έβαζε στο μυαλό του η μάγισσα για να τον καταβάλει.

Εκείνος ήταν ήρωας φημισμένος, είχε νικήσει σε πολέμους τους άγριους αντιπάλους, είχε παρασύρει στον θάνατο το περίφημο λιοντάρι, δεν ταιριάζει στους ήρωες να φονεύουν τις γριούλες.

Τότε σηκώθηκε και έφυγε από εκεί, πήγε κάπου ψηλά για να συλλογιστεί. Πάντα ήθελε να βρίσκεται κάπου ψηλά για να συλλογίζεται, έβλεπε τον κόσμο από μακριά και του φαινόταν πιο ωραίος, χωρίς τέρατα τρομακτικά και δυσώδεις μάγισσες που κλέβουν το μυαλό των ανθρώπων.

Σκέφθηκε εκεί ώρα πολλή. Ήρθε κοντά του και ο αετός του Δία και φάνηκε να πετάει στα ψηλά, κάνοντας κύκλους.

Τότε αποφάσισε ο Ηρακλής, ότι πρέπει να απομονώσει την μάγισσα να μην αφήνει να μιλάει με τους ανθρώπους αυτούς, γιατί τρέφεται από εκείνους, τους δίνει μια εφιαλτική εικόνα της ζωής τους και σε αντάλλαγμα παίρνει όλο το φως που κρύβουν μέσα τους για να ζουν καλά και να θριαμβεύουν.

Αυτή η πρώτη φάση του δικού του σχεδίου. Ήταν ένα σχέδιο σε τρεις φάσεις.

Η πρώτη φάση έλεγε πως πρέπει να απομονώσει την μάγισσα, να μην την αφήνει να έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους και να αντλεί από αυτούς δυνάμεις.

Η δεύτερη φάση έλεγε πως αυτός ο ίδιος έπρεπε να επιτεθεί στην μάγισσα και να την εξοντώσει.

Η τρίτη φάση έλεγε ότι πρέπει να απολυμάνει τον τόπο από την δική της παρουσία, να τρέξουν πάλι τα θεϊκά ύδατα της Αμυμώνης και οι άνθρωποι να έρθουν να κάνουν δουλειές εκεί, να ευημερήσουν.

Για την πρώτη φάση σκέφθηκε να ζητήσει την βοήθεια του Ιόλαου, που ήταν γιος του Ιφικλή του δίδυμου αδερφού του.

Ήταν καλό παιδί ο Ιόλαος, με καλές πνευματικές δυνάμεις, αναγνώριζε τον Δία ως προστάτη του και τιμές απένειμε στην Ήρα, τα είχε λοιπόν καλά με το δίδυμο που κυβερνούσε τους ουρανούς, τον Δία και την γυναίκα του την Ήρα.

Στο σχέδιο του Ηρακλή ο Ιόλαος ανέλαβε να ενημερώσει τους κατοίκους της Λέρνας, να τους πει πως όταν βρίσκουν μια δήθεν καλοσυνάτη γριούλα κοντά στην πηγή της Αμυμώνης, να μην πίνουν από το νερό της, να μην δέχονται την τροφή που τους δίνει, να μην συνομιλούν μαζί τους, αλλά να φεύγουν τρέχοντας, χωρίς να γυρίσουν πίσω τους να κοιτάξουν.

Είχε υπομονή ο Ιόλαος. Αντίθετα με τον Ηρακλή που ήταν γρήγορος στην σκέψη και λιτός στα λόγια, ο Ιόλαος είχε την υπομονή να εξηγεί ξανά και ξανά στους κατοίκους της Λέρνας, ότι δεν πρέπει να πίνουν από το νερό της μάγισσας, ούτε να τρώνε από το φαγητό της, γιατί τα έχει δηλητηριάσει, με τα μαγικά της βοτάνια τους κάνει να έχουν παραισθήσεις και όλοι οι τρομακτικοί φόβοι τους να βγαίνουν στην επιφάνεια.

Όλα τα τέρατα που σας καταδιώκουν μέρα νύχτα, βρίσκονται στην φαντασία σας, τους είπε και αν στην φαντασία σας έχει πρόσβαση η χθόνια, τότε από τους εφιάλτες δεν θα απαλλαγείτε.

Όσον καιρό ο Ιόλαος εξηγούσε με υπομονή στους Λερναίους ότι πρέπει να αποφεύγουν την μάγισσα, να μην συνομιλούν μαζί της, να μην δέχονται τα δώρα της και να μην ακούνε την φωνή της, ο Ηρακλής ασχολείτο να φτιάξει έναν αδιαπέραστο φράκτη γύρω από την καλύβα της χθόνιας ώστε να μπορεί πάντα να την παρακολουθεί και να μην μπορεί να διαφύγει για να πάει κοντά στους απλοϊκούς Λερναίους και να τους δηλητηριάσει.

Ήταν πια αλώβητος από την δική της μαγεία. Ήταν κοντά του η Αθηνά, κάπου μακριά πετούσε ο αετός του Δία και όταν έπεφτε την νύχτα να κοιμηθεί, ερχόταν να τον συντροφεύσει η Πυθία και να τον βοηθήσει να σταθεροποιήσει την Δύναμή του.

Η μάγισσα έμεινε για αρκετό καιρό μέσα στην δική της καλύβα, έτρωγε από το φαγητό της, έπινε από το νερό της και δεν έβρισκε κάποιον Λερναίο να τον δηλητηριάσει. Με τον καιρό έσβησαν και οι αναμνήσεις που είχε και δεν μπορούσε να στείλει τις σκέψεις της, τοξικά δηλητήρια να μολύνουν την σκέψη των ανθρώπων και να την γεμίσουν με φρικτές παραισθήσεις.

Όλον αυτόν τον καιρό ο Ηρακλής την παρακολουθούσε προσεκτικά. Είδε να φεύγουν όλα τα στρώματα της ανθρώπινης όψης που σαν μάσκα είχε συσσωρεύσει για να μην φαίνεται η κακία και η αθλιότητα στο πρόσωπό της.

Είδε τα μάτια της να συννεφιάζουν και το άσχημο στόμα της να εκτοξεύει τις ύβρεις και τις κατάρες, προς εκείνον, τους θεούς και όλους τους ανθρώπους που τον βοηθούσαν.

Οι θεοί είχαν καταληφθεί από μεγάλη θυμηδία, εκείνους ο χθόνιος δεν μπορεί να τους τρομάξει, ούτε ανησυχούν για τα εγκόσμια γιατί πάντοτε ξέρουν για την έκβαση των πραγμάτων.

Ο Ηρακλής όμως ήθελε να πάρει μέχρι τέλους το μάθημά του. Την είχε λυπηθεί, τον είχε συγκινήσει, τον είχε κάνει να στραφεί ενάντια στον εαυτό του. Ήθελε να δει αυτό το τέρας να πεθαίνει.

Πράγματι συρρικνώθηκε η χθόνια, στράγγιξε από μέσα της η ζωή. Όταν και ο τελευταίος κάτοικος έσβησε από τη μνήμη της Λερναίας Ύδρας, έπεσε αυτή στο στρώμα της και δεν ξανασηκώθηκε από εκεί, στέρεψε η τροφή της και γιατρεύτηκε η ψυχή των ανθρώπων που δεν είδαν ξανά εφιάλτες.

Μετά από λίγες μέρες απεβίωσε η Ύδρα και η ψυχή της έφυγε και πήγε εκεί που πηγαίνουν οι ψυχές των σκοτεινών ανθρώπων, στο Έρεβος που τις γεννά και το Χάος που τις τρέφει.

Οι άνθρωποι επέστρεψαν στις συνηθισμένες τους ασχολίες και με τον καιρό ξέχασαν την μάγισσα και έμειναν στην μνήμη τους οι εφιάλτες που είχε προκαλέσει με το μίσος της σκοτεινής ψυχής της και τα θανατηφόρα βοτάνια.

Έτσι έμειναν οι άνθρωποι να θυμούνται τα τέρατα και όχι αυτήν που τα προκαλούσε, τον μύθο και όχι την πραγματική ιστορία που έλεγε ότι κάποτε στα νερά της Αμυμώνης μια τρομερή μάγισσα κατοικούσε, που φύτευε φρικτές εικόνες στο μυαλό των ανθρώπων και σκότιζε τον νου τους με τις παραισθήσεις που δημιουργούσε.

Όταν πέθανε η μάγισσα ο Ηρακλής δεν πλησίασε καθόλου. Μόνο ειδοποίησε τον Ιόλαο να έρθει και με την βοήθειά του, άναψε μια μεγάλη πυρά που έκαιγε για μέρες μέχρι που έμειναν μόνο κάρβουνα και στάχτη από την παλιά καλύβα της Λερναίας Ύδρας.

Τότε κατέβηκαν οι θεοί στην Γη, ήρθε ο Δίας με τον αετό του, η Ήρα με τον πάνθηρα, η Άρτεμις με τα ελάφια, ο Απόλλωνας με την λύρα. Ήρθε και ο αρχαίος θεός ο Ποσειδώνας που χάρηκε όταν είδε την Αμυμώνη, την πηγή του να έχει ελευθερωθεί από το τέρας  και να δροσίζει πάλι τους ανθρώπους.

Τότε είδε ο Ηρακλής στον ύπνο του την πραγματική εικόνα της Ύδρας όπως την βλέπουν αυτοί που έχουν Όραση στα Πεδία ή την Όραση την δίνουν οι θεοί τους.

Είδε ο Ηρακλής το τεράστιο φίδι, πελώριο σαν τα ψηλά δέντρα, να τον κοιτάζει με τα απειλητικά του μάτια και βίωσε τον πραγματικό εφιάλτη, να πολεμάει να σκοτώσει το τέρας και με κάθε κεφάλι που κόβει το τρομερό σπαθί του, άλλα δύο κεφάλια να φυτρώνουν και όσο εναντιώνεται στο τέρας και το πολεμάει, κεφάλια φυτρώνουν και δυναμώνει το τέρας.

Αυτόν τον εφιάλτη βίωνε κάθε άνθρωπος που παρασυρμένος από την άκακη μορφή της Ύδρας, καθόταν κοντά της και της μιλούσε, έτρωγε από το φαγητό της και έπινε από το νερό της.

Καθώς εκείνος συνομιλούσε ανέμελα με το φρικτό τέρας, η ψυχή του έβλεπε τις πραγματικές εικόνες, έβλεπε το τεράστιο φίδι που πετούσε φλόγες από τα μάτια του, ορθωνόταν απειλητικά, πανύψηλο σαν τις λεύκες και κάθε φορά που πήγαινε ο άνθρωπος να του επιτεθεί και να κόψει ένα κεφάλι, το φίδι άλλα κεφάλια έβγαζε στην θέση του και ήταν ο κίνδυνος δύο και τρεις φορές πιο μεγάλος.

Έτσι συμβαίνει πάντα όταν ο άνθρωπος ελεύθερα συνομιλεί με έναν χθόνιο, ο χθόνιος κλέβει τις σκέψεις του, κλέβει το φως της ψυχής του και στη θέση τους βάζει την σκοτεινή ύλη που είναι η ύπαρξή του. Τότε ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από εφιαλτικούς φόβους και είναι ανίκανος να προοδεύσει.

Εν τέλει, ο άνθρωπος πάντα θα νικήσει, θα φύγει μακριά από το έλος, μακριά από την σκοτεινή ύλη των σκέψεών της, μακριά από τον θάνατο που του δίνει το τέρας. Τότε ο άνθρωπος θα αναδυθεί ξανά με όλη την λάμψη του και με ολοκαίνουριες, λαμπρές σκέψεις και σχέδια στο μυαλό του.

Όταν κατάφερε ο Ηρακλής επιτέλους να συνέλθει από τον τρομερό εφιάλτη που είχε ζήσει, πήγε μαζί με τον Ιόλαο να βρουν της μάγισσας το σώμα το απανθρακωμένο και να το θάψουν μαζί σε έναν ρηχό τάφο, για να διαλύσουν τις σκοτεινές δυνάμεις.

Πάνω στον τάφο έγραψαν ένα επίγραμμα, όπως έκαναν πάντα οι Έλληνες όταν ήθελαν να στείλουν ένα μήνυμα σε όλους όσοι θα περνούσαν από εκείνον τον τόπο. Και έλεγε το επίγραμμα:

«Εδώ βρίσκεται η μάγισσα, η Λερναία Ύδρα, που σκορπούσε τον τρόμο σε κάθε διαβάτη, του δηλητηρίαζε το μυαλό με τα σκοτεινά οράματά της που γεννούσαν ανείπωτο Φόβο.

Εσύ διαβάτη μην φοβάσαι πια, η σκοτεινή μάγισσα πήγε να συναντήσει τον θεό της, το θεό του Ερέβους και το Σκότος θα την καταπιεί για πάντα».

Μίλησε ο Ηρακλής με τους κατοίκους της Λέρνης και τους είπε: «Φύγετε μακριά από αυτόν τον τόπο, από αυτές εδώ τις στοιχειωμένες εκτάσεις. Αφήστε για λίγο καιρό να εκτεθούν και πάλι στον ήλιο, ο άνεμος να παρασύρει τα αποκαΐδια, η βλάστηση να νικήσει τον θάνατο και η ζωή να επιστρέψει στα άγονα λιβάδια.

Αφήστε τα ζώα να βοσκήσουν ελεύθερα εδώ, γνωρίζουν αυτά και δεν πλησιάζουν σε μολυσμένο τόπο. Θα έρθουν στην κατάλληλη ώρα.

Θα έρθουν σιγά, σιγά, πρώτα τα τρωκτικά, μετά οι λαγοί και τα ζώα του δάσους, θα ακούσετε τα πουλιά να κελαηδούν και θα εμφανιστούν πάλι τα πρώτα δέντρα.

Εσείς όμως να πλησιάσετε εδώ όταν έρθει η γλαύκα, είναι το μήνυμα που θα σας στείλει η θεά Αθηνά, ότι ήρθε και εκείνη και ο τόπος θα είναι και πάλι ασφαλής για όλους.

Τότε θα κτίσετε έναν ναό προς τιμήν της Αθηνάς και η δική της παρουσία, που θα είναι εδώ γιατί θα την τιμάτε, θα διώξει μακριά τις μάγισσες, τα φονικά και τους εφιάλτες που έφερνε στον νου σας η θύμηση αυτού του τόπου».

Τον άκουσαν οι Λερναίοι και έκτισαν τον ναό προς τιμήν της Αθηνάς, όταν ήρθε η λευκή γλαύκα και τους υπενθύμισε την υποχρέωση στην θεά τους».

Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο μου “Οι περιπέτειες του Ηρακλή στον σύγχρονο κόσμο”. 

Η άνοιξη που έρχεται

Στην Ελλάδα η άνοιξη είναι μια σημαντική εποχή. Η Δήμητρα χαρούμενη υποδεχόταν την Περσεφόνη και από την πολλή χαρά της ανθούσε και βλάσταινε γύρω της η φύση.

Εμείς σήμερα έχουμε περάσει ένα μεγάλο μέρος της άνοιξης σε καραντίνα. Όμως κανείς δεν μπορεί να μας εμποδίσει να έχουμε άνοιξη στην καρδιά μας, να έχουμε ελπίδα και ωραία συναισθήματα.

Φυσικά όλα αυτά δεν γεννιούνται μόνα τους. Για να αναστηθεί η Περσεφόνη και να γυρίσει από τον Άδη, οι Έλληνες προσευχόντουσαν κάθε στιγμή και κάθε ημέρα της δικής της απουσίας. Έτσι πίστευαν ότι εκείνοι φέρνουν την άνοιξη και απολάμβαναν κάθε στιγμή της.

Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε. Πολλοί αιώνες κύλισαν. Και ερχόμαστε εμείς σήμερα να χρειαζόμαστε και πάλι μια ανάσταση της Περσεφόνης αυτή την φορά μέσα στην ψυχή μας, όπου θέλουμε να αναστηθεί η χαρά και η ελπίδα.

Μπορούμε να το κάνουμε αυτό, αρκεί να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, να ακολουθήσουμε μια ωραία πορεία αυτογνωσίας και να βρούμε ξανά αυτά που μας συνδέουν με την χαρά της ζωής και τη βλάστηση της φύσης.

Προσωπικά, όταν αισθάνομαι ότι δεν αγαπάω αρκετά τον εαυτό μου, διαβάζω βιβλία από την Δύναμη της Διανοίας. Είναι μια ωραία μέθοδος αυτογνωσίας που όταν εφαρμόζεται έχει πάντα καλά αποτελέσματα.

Για αυτήν την εποχή που όλοι αναζητάμε και πάλι την ελπίδα μας, τα βιβλία που μπορούν να βοηθήσουν πολύ είναι:

Η αφύπνιση της Ελληνικής διανοίας, με εμπνευστή τον Πλάτωνα

Το συμβόλαιο των Ελλήνων με την κοινή τους μοίρα, με εμπνευστή τον Περικλή

Ο δρόμος για την κατάκτηση του ονείρου μας, με εμπνευστή τον βίο και το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Οι Έλληνες πάντα πιστεύαμε ότι μπορούμε να μεταγγίσουμε δυνάμεις από την μία διάσταση σε μια άλλη. Επειδή πάντα το πνεύμα μας ήταν ισχυρό, από καταβολής του πολιτισμού μας μέχρι και σήμερα, γράφαμε έργα και υλοποιούσαμε έργα για να μεταγγίσουμε δυνάμεις από τις ανώτερες πνευματικές διαστάσεις, στην καθημερινότητα όπου γίνεται ο αγώνας για την επιβίωσή μας.

Αυτό γίνεται και με τα βιβλία που προτείνω. Μεταγγίζονται δυνάμεις από μια διάσταση σε μια άλλη, ξεκινάνε από τις πνευματικές διαστάσεις όπου το πνεύμα μας παραμένει ισχυρό και φτάνουν μέχρι την καθημερινή μας διάθεση και την ψυχή μας.

Οι καλές μας αντιστάσεις στην εποχή της πανδημίας

Έχει αρχίσει μια εποχή πανδημίας. Αυτό δεν είναι κάτι σπάνιο, έχει συμβεί πολλές φορές και έχει αντιμετωπιστεί πολλές φορές από το ανθρώπινο είδος. Όμως κάθε φορά το ανθρώπινο είδος μάθαινε από τις πανδημίες. Έφτιαχνε καλύτερες κατοικίες, φρόντιζε να υπάρχει καθαρό πόσιμο νερό, έκανε τα κατάλληλα έργα για την πόλη, φρόντιζε να αμείβει καλά τους γιατρούς, να υπάρχουν άφθονοι θεραπευτές στη πόλη και να διαβιούν οι άνθρωποι σύμφωνα με ορισμένους κανόνες ηθικής που υπαγόρευε η εκάστοτε πανδημία.

Σήμερα τα περισσότερα από αυτά τα θέματα έχουν επιλυθεί, εκτός ίσως από το θέμα των ηθικών κανόνων που υπαγορεύει η πανδημία.

Όταν οι άνθρωποι έχουν αφθονία αγαθών και μόνο καταναλώνουν, χωρίς να ασχολούνται πολύ να παράγουν, τότε ο υπέροχος, μαχητικός και ανθεκτικός οργανισμός τους μαθαίνει την καλοπέραση.

Όταν μάθει την καλοπέραση ο οργανισμός, κάθεται ήσυχα και φροντίζει μάλλον να ανέχεται τα μικρόβια, παρά να τα πολεμάει. Συγκεντρώνει γύρω του τα μικρόβια, αφήνει να τα πολεμάνε τα φάρμακα και διάφορες θεραπείες που έρχονται πάντα έξωθεν, χωρίς αυτός να αναγκαστεί να χάσει την βολή του.

Αν αυτόν τον οργανισμό τον κινητοποιήσουμε, βάζοντάς τον να τρέχει στα δάση και στα γυμναστήρια, σίγουρα κάτι έχουμε επιτύχει, όμως αυτό είναι πολύ λίγο μπροστά στις αντοχές που χρειάζεται να έχει στις εποχές της πανδημίας.

Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε για να κινητοποιήσουμε τον οργανισμό μας και να βρει ξανά την μαχητικότητά του, είναι να του δώσουμε την κατάλληλη πνευματική τροφή, να τον βάλουμε ξανά να δουλεύει πνευματικά και να του δώσουμε την ώθηση να αναζητήσει την πνευματική τροφή του. Να γίνει δηλαδή ερευνητής.

Τότε κινητοποιείται όλος ο οργανισμός και γίνεται ξανά μαχητικός, γιατί η πνευματική τροφή τον άνθρωπο τον δυναμώνει και τον κάνει να αναζητά ξανά τις πηγές της δύναμής του.

Οι Αθηναίοι μετά τον μεγάλο λοιμό, το  430 π.Χ. , τρία διδάγματα πήραν, ότι πρέπει να μην μένουν ούτε στιγμή χωρίς πνευματική τροφή, ότι η δύναμή τους πηγάζει από τις αγαθές ιδιότητες του πνεύματός τους και ότι η αρρώστια δεν έρχεται να τους σκοτώσει αλλά να τους δώσει μερικά σημαντικά μαθήματα ζωής.

 

Το σκοινί για να σε κρεμάσει το προμηθεύεις εσύ στον δήμιο

Το όνειρο κάθε Έλληνα, οποιασδήποτε κοινωνικής τάξης, ήταν να έχει «το δικό του σπίτι».

Και για να το αποκτήσει έκανε του κόσμου τις θυσίες. Περιόριζε τις δραστηριότητες της ζωής του έτσι ώστε να περισσέψουν χρήματα για να βελτιώσει τα μάρμαρα, να διαλέξει εξαιρετικά πατώματα, και να εξοφλήσει μία συναλλαγματική, που κινδύνευε να του καταστρέψει την προγραμματισμένη του ρευστότητα.

Δεν ζούσε όπως θα μπορούσε, περιμένοντας να χορτάσει την ζωή σε μεγάλες δόσεις, μόλις θα ήταν ο περήφανος ιδιοκτήτης διαμερίσματος, μονοκατοικίας, μεζονέτας, ή ό,τι άλλου κυκλοφορούσε.

Και όλα αυτά ανακατεμένα με μια ψευδαίσθηση ελευθερίας, γιατί πίστευε ότι έτσι θα μπορούσε να ορίζει αυτός την ζωή του, όπως θα ήθελε και όχι να μένει «στο νοίκι», έρμαιο στις διαθέσεις κάθε ιδιοκτήτη.

Μέχρι που ήρθε ο ιός.

Και τότε ακολούθησε το κράτος το δρόμο του ιού, έκλεισε τον καθένα στο σπίτι του και του δίνει άπειρο χρόνο για να το χαρεί. Μέχρι να το ξεράσει. Και να μην θέλει να το βλέπει ούτε ζωγραφιστό, όπως και την υπόλοιπη ζωή του.

Και θα μου πείτε. Τι θα γινόταν, τι άλλο θα μπορούσε να έκανε ο ατυχής Έλλην πολίτης;

Οι Σουηδοί π.χ. που είχαν μια ήρεμη πολιτική για την κατοικία, ήταν πιο ώριμοι ατομικά και σαν κοινωνία και δεν πήραν ακραία μέτρα όταν προέκυψε το θέμα του ιού.

Υποχρεωτικές επιλογές στην ζωή δεν υπάρχουν. Υπάρχουν επιλογές όλων των ειδών και αποχρώσεων και η κάθε μία έχει τις συνέπειές της. Τώρα αρχίζουμε να ζούμε το κίνημα, που στόχο του έχει να επιτύχει την νομιμοποίηση του να φεύγουμε από το σπίτι μας.

Δεν είναι αστείο. Είναι λυπηρό. Να βλέπεις πού, για ποιον, για τι έχεις ξοδέψει την ζωή σου μέχρι σήμερα.

Για αυτό ο θλιβερός τρόπος να αντιμετωπίσεις τον ιό είναι να αγωνιστείς για να δημιουργήσεις μια ψευδαίσθηση ότι δεν υπήρξε και ότι η ζωή θα επανέλθει στις παλιές της συνήθειες μετά από λίγους μήνες.

Και ο σοβαρός τρόπος να τοποθετηθείς, απέναντι στην μοίρα που σου έλαχε είναι να αλλάξεις την ζωή σου με όση υγεία έχεις μέσα σου.

Και η υγεία έχει πάντα πνευματική βάση και εγρήγορση διανοίας.

Πιστεύω ότι ο καλύτερος φίλος και συμπαραστάτης αυτές τις ώρες είναι τα βιβλία:

Το σύγχρονο Ελληνικό θαύμα

Η αφύπνιση της Ελληνικής διανοίας

Καινοτομία και ανταγωνιστικότητα

«Οι περιπέτειες του Ηρακλή στον σύγχρονο κόσμο» είναι ένα βιβλίο θεραπευτικό

«Οι περιπέτειες του Ηρακλή στον σύγχρονο κόσμο» είναι ένα βιβλίο θεραπευτικό. Αυτό σημαίνει ότι καθώς παρακολουθούμε την διήγησή του χαίρεται η ψυχή μας, καθαρίζει ο νους μας και ανασταίνεται το πνεύμα μας.

Όλες αυτές είναι ιδιότητες που έχουν τα στοχαστικά κείμενα, εκείνα δηλαδή τα αφηγήματα που έρχονται μόνα τους, σαν κάποιος να τα υπαγορεύει και αυτός ο κάποιος έχει αγαθές ιδιότητες και αγαπάει την ψυχή του ανθρώπου.

Στην εποχή μας χρειαζόμαστε τα θεραπευτικά κείμενα, όχι μόνο για τις πανδημίες, αλλά γιατί χρειαζόμαστε την πνευματική ανάταση και την ηρεμία της ψυχής μας.

Ας αφήσουμε όμως το βιβλίο να μιλήσει λίγο μόνο του:

«Στο όρος Ευρύμανθος ζούσε ένας φονικός κάπρος, ήταν τόση η φονική του δύναμη ώστε οι κάτοικοι της περιοχής φοβόντουσαν ακόμα και να αναφέρουν το όνομά του.

Τον ονόμαζαν το θηρίο, ή το τέρας που βγαίνει τις νύχτες  και σκοτώνει τα παιδιά μας, έτσι είναι πάντα η φαντασία των Ελλήνων, καλπάζει αχαλίνωτη μπροστά στα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει.

Ο κάπρος ήταν πράγματι τεράστιος και ήταν πράγματι φονικός, όμως δεν ήταν το τέρας ούτε το θηρίο, ήταν απλώς ένας τεράστιος κάπρος.

Οι κάτοικοι όμως στις περιοχές του Ευρύμανθου ήταν απελπισμένοι και υπερέβαλαν διηγούμενοι ότι ο κάπρος είναι δήθεν κάποιος θεός που αγανακτισμένος από την έκφυλη ζωή τους, έστειλε τα μύρια δεινά για να τους τιμωρήσει.

Η φήμη έφτασε και στο παλάτι του Ευρυσθέα, που όσον καιρό περίμενε τον Ηρακλή να γυρίσει με το ελάφι της θεάς Άρτεμής, καθόταν και έστριβε δεξιά και αριστερά την σκοτεινή του σκέψη, ώστε να βρει τον επόμενο άθλο που τον Ηρακλή θα μπορούσε να σκοτώσει.

Όταν άκουσε την φήμη με τον Ευρυμάνθιο κάπρο, την άφησε και αυτή μαζί με άλλες στην άκρη του μυαλού του ώστε όταν επιστρέψει ο Ηρακλής κατάλληλα να την χρησιμοποιήσει.

Κάποια μέρα, μετά από καιρό, έφτασε η φήμη στο παλάτι ότι ο Ηρακλής έρχεται με το Ελάφι. Και ήταν τόση η φασαρία που σηκώθηκε, ώστε ο Ευρυσθέας δεν άντεξε, σηκώθηκε και αυτός μαζί με άλλους και έτρεξε στον λόφο να δει τον ήρωα από μακριά να έρχεται με το Ελάφι.

Τόσο ζήλεψε την εικόνα που είδε, τον τεράστιο ήρωα να φέρνει μαζί του δεμένο από την τριχιά, υπάκουο το ελάφι, ώστε θέλησε και αυτός να κάνει το ίδιο. Ζήτησε λοιπόν από τον Ηρακλή να του δώσει αυτός να κρατήσει το ελάφι, να νοιώσει και αυτός την υπερηφάνεια και να παρουσιαστεί σαν ήρωας μπροστά στους άλλους.

Ο Ηρακλής ήσυχα του έδωσε την τριχιά. Το Ελάφι όταν ένοιωσε ότι ο Ηρακλής το ελευθερώνει από την βούλησή του να τον ακολουθήσει, έκανε ένα τίναγμα μεγάλο, κοίταξε για τελευταία φορά τον κόσμο που ήταν συγκεντρωμένος και γρήγορο σαν τον άνεμο, με την σκιά της θεάς να το περιβάλλει έφυγε τρέχοντας και χώθηκε στα σκιερά δάση, όπου ήταν τα καταφύγιά του.

Εξεμάνη ο Ευρυσθέας. Ήταν τόση η ταπείνωσή του ώστε μετά βίας συγκρατήθηκε από το να πέσει στο χώμα και να βγάζει αφρούς από το στόμα του, τόσο πολύ θύμωσε με τον Ηρακλή και το Ελάφι.

Και τότε μια σκοτεινή σκέψη αναδύθηκε στο βρώμικο μυαλό του. Αφού το Ελάφι, το ευγενικό ζώο με την βούλησή του υποτάχθηκε στον Ηρακλή για να κάνει αυτός τον δικό του άθλο, τότε και εγώ θα του βάλω σαν αντίπαλο ένα βρωμερό, άγριο ζώο, που ευγένεια δεν έχει, στον άνθρωπο δεν υποτάσσεται, μόνο θέλει να του σκίσει τα σωθικά με τα βρωμερά του, απαίσια δόντια.

Είδε τότε ο Ευρυσθέας τον τεράστιο κάπρο να ξεκοιλιάζει τον Ηρακλή και ήταν τόση η ευχαρίστησή του, που δεν δίστασε στιγμή για να αναθέσει στον Ηρακλή τον επόμενο άθλο.

«Καλώς όρισες ξάδερφε», είπε με την χαμηλή φωνή του, που την άκουγες και ήταν σαν να σέρνεται στα χαμόκλαδα ένα τεράστιο φίδι. «Είσαι πια ήρωας σωστός Ηρακλή έκανες τρεις τεράστιους άθλους, έλα να φάμε και να πιούμε και να γιορτάσουμε την δική σου νίκη».

Τα άκουσε αυτά ο Ηρακλής και πήρε να γλυκάνει η ψυχή του, γύριζε πολύ καιρό στα βουνά, στους ξένους τόπους μόνος του στην αρχή, μετά με ένα Ελάφι, ένοιωσε πολύ την μοναξιά του. Εκείνος ήθελε πολύ τους ανθρώπους και του άρεσε να γιορτάζει μαζί τους.

Κάθισε λοιπόν στο συμπόσιο και αφού έφαγαν και ήπιαν και νόμισε ο Ηρακλής ότι ησύχασε ο κόσμος γύρω του και δεν θα είναι πια τόσο απαιτητικοί οι άθλοι, σηκώθηκε ο Ευρυσθέας και είπε. «Τιμημένε ήρωα Ηρακλή, σίγουρα δεν θα έχεις αντίρρηση να πας εσύ και να γλυτώσεις τον λαό μας από τον Κάπρο στον Ευρύμανθο, αυτό το τεράστιο, υπερφυσικό ζώο, την κατάρα των θεών που σαν θεομηνία ορμά και σκοτώνει τους ανθρώπους, ποδοπατά και καταστρέφει τις σοδειές τους.

Τιμημένε μας ήρωα, σίγουρα δεν θα έχεις αντίρρηση να τον συλλάβεις και να φέρεις εδώ ζωντανό τον κάπρο, για να τον θυσιάσουμε στον Δία, τον θεό και Πατέρα και να τον ευχαριστήσουμε που έστειλε ανάμεσά μας έναν ήρωα σαν και εσένα».

Άκουσε τα λόγια ο Ηρακλής και χάθηκε η ψυχή του. «Πάλι;; είπε. Πάλι θα τρέχω στα δάση, στην άγρια μοναξιά μου, να σκίζεται η σάρκα μου στα άγρια ρουμάνια, ήλιος να μην με βλέπει και οι σκοτεινές ορέξεις αυτού του φιδιού του Ευρυσθέα να με βάζουν να ζω με τα αγρίμια;;»

Βαρύθυμος σηκώθηκε πήρε την λεοντή του και πήρε τον δρόμο για άλλη μια φορά προς τους Δελφούς, να δει την Πυθία και να μιλήσει, να δει τι θα κάνει και με αυτόν τον άθλο που του είχε βάλει ο μισητός Ευρυσθέας.

Όταν έφθασε στους Δελφούς, η ψυχή του είχε και πάλι ανέβη, είναι αισιόδοξο παιδί ο Ηρακλής και αν κάποιος πρέπει να φοβάται αυτός είναι ο κάπρος και όχι ο ήρωάς μας.

Την άλλη μέρα το πρωί πήγε και πάλι στην Πυθία. «Καλώς όρισες ήρωα του είπε, γνωρίζεις πως όταν κάτι επαναληφθεί τρεις φορές, έχει πια στεριώσει. Εσύ έχεις κάνει τρεις άθλους, μπορούμε πια να έχουμε την βεβαιότητα ότι θα κάνεις και όλους τους άλλους.

Όμως χρειάζεται δρόμος και χρειάζεται πορεία γιατί ακόμα και αν γνωρίζουμε το τέλος, ότι τελικά θα κάνεις όλους τους άθλους, υπάρχουν πολλά να μάθουμε, πολλά να νικήσουμε και πολλά να υποστούμε μέχρι να φτάσουμε στο τέλος των δικών σου άθλων.

Τώρα Ηρακλή, που θα κυνηγάς τον κάπρο θα είσαι μόνος σου χωρίς τους θεούς μας. Οι θεοί βέβαια θα είναι γύρω σου και κοντά σου, όμως δεν θα ακούς την μιλιά τους, δεν θα τους βλέπεις, γιατί εκείνοι δεν εμφανίζονται στους τόπους όπου συχνάζει ο θηριώδης κάπρος.

Όταν είσαι μόνος σου εκεί στα βαθιά δάση, θα δεις ότι αναπτύσσονται μέσα σου μεγάλες δυνάμεις, έτσι αντιδρά πάντα ο Εαυτός όταν θέλει να βοηθήσει όποιον προσπαθεί να κάνει έναν άθλο στην ζωή του και είναι δύσκολος αυτός ο άθλος.

Οι θεοί σου έστειλαν αυτόν τον άθλο για να μάθεις να στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις, να τις αναπτύξεις και να μην φοβάσαι άθλο όσο μοναχικός και αν είναι. Μόνος σου με τις δικές σου δυνάμεις θα καταφέρεις να αιχμαλωτίσεις τον κάπρο, να τον δέσεις και να είναι πια ένα σακί με κρέας και όχι το φοβερό τέρας που τρομοκρατεί τους ανθρώπους».

Ο Ηρακλής είχε ένα τεράστιο προσόν και αυτό ήταν η αφοβία, δεν ήξερε τι σημαίνει φόβος, ούτε κάποιος σκοτεινός φόβος μάραινε την ψυχή του.

Έτσι κατάλαβε ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις του για να παγιδεύσει τον κάπρο, την σωματική του ρώμη, την ευφυία του, την ικανότητά του να κινείται αθόρυβα στα δάση και να στήνει παγίδες, την θηριώδη αντοχή του να υπομένει όλους τους πόνους προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του, την καλή του σχέση με τους θεούς και την διαίσθησή του που του λέει πάντα τι να κάνει.

Είναι μια μάχη αυτογνωσίας, όπως είναι πάντα οι μάχες που δίνει ο άνθρωπος με το θηρίο, είτε είναι ένα πραγματικό θηρίο, είτε είναι ένα θηρίο με ανθρώπινη όψη.

«Πόσες δυνάμεις έχω;; αναρωτήθηκε ο Ηρακλής. Ο κάπρος δεν ακούει και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Είναι αδύνατον να συνεννοηθώ με αυτό το ζώο και δεν θα το προσπαθήσω.  Είναι μια μάζα με κόκαλα και σάρκες που κινείται μόνο με φονικό ένστικτο εναντίον των ανθρώπων. Καλύτερο εχθρό δεν θα μπορούσαν να έχουν επιλέξει οι θεοί για εμένα, γιατί αν νικήσω κάτι που έχει την όψη ζώου αλλά θέλει μόνο να σκοτώνει και αναπτύσσει όλες του τις δυνάμεις για να προκαλεί θανάτους, τότε θα γίνω πραγματικός ήρωας μεταξύ των ανθρώπων».

Έτσι σκέφθηκε ο Ηρακλής ωραία και την επόμενη μέρα κίνησε να πάει στον Ευρύμανθο και να βρει το θηρίο…….»

Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο μου: Οι περιπέτειες του Ηρακλή στον σύγχρονο κόσμο

Πανανθρώπινες αξίες και πνευματική συγκρότηση του ανθρώπου είναι οι οδηγοί στην νέα εποχή της Υγείας

Από τότε που μπήκε ο 21ος αιώνας το τοπίο ως προς την υγεία των ανθρώπων, έχει διαφοροποιηθεί αισθητά.

Έχουμε κατάθλιψη, που αδρανοποιεί την διάνοια και καταλήγει μόλις εμφανιστούν συμπτώματα, σε αναντίστρεπτη πορεία προς εγκεφαλικό, καρδιακή προσβολή ή καρκίνο.

Έχουμε τα αυτοάνοσα νοσήματα, που επιβάλλουν στον οργανισμό να απομακρύνει τις ασπίδες του, να πολεμάει τον εαυτό του, να αντιμάχεται τον στρατό του, βοηθώντας τους εχθρούς και τους δολοφόνους αντιπάλους του.

Τέλος έχουμε τις εκδηλώσεις θανατηφόρων ιών, που στην περίπτωση του κορωνοϊού έφτασε πολύ γρήγορα σε κατάσταση πανδημίας.

Τα έχουμε λίγο χαμένα, ενώ τα περίφημα συστήματα υγείας, που έχουμε αναπτύξει ήταν στην πραγματικότητα περιορισμένα σε μέγεθος, χωρίς ερευνητικό προσανατολισμό και με εμπορικές προτεραιότητες εκεί που έπρεπε να κυριαρχούν πανανθρώπινες αξίες. (εμπορευματοποίηση της υγείας).

Στους απολογισμούς της εποχής, π.χ. σε διάφορα άρθρα, η υγεία ήταν ένας τομέας όπου όλοι ομόθυμα διαπιστώναμε ότι είχαμε σημειώσει τεράστια πρόοδο.

Σήμερα κανείς δεν θα πρόβαλε τέτοια θέση, γιατί τα τελευταία χρόνια διαπιστώσαμε πόσο άγνωστος μας είναι ακόμα ο άνθρωπος. Αυτό που έχει απογειωθεί είναι η τεχνολογία, η οποία μας προμηθεύει πολλά απεικονιστικά εργαλεία ώστε την ασθένεια να την βλέπουμε, όχι να την φανταζόμαστε εκ των συμπτωμάτων που παράγει.

Μας λείπει η γνώση για τον άνθρωπο, για τις ευαισθησίες και τις δυνάμεις του, για την κατασκευή και τις ιδιαιτερότητές του.

Πάνω από όλα, αγνοούμε και υποτιμούμε την πνευματική του δομή και υπόσταση.

Αυτό που μπορώ να ισχυριστώ, δεν είμαι σε θέση να το αποδείξω, αλλά και κανείς δεν μπορεί να το απορρίψει. Ότι δηλαδή η ενδυνάμωση της διάνοιας λειτουργεί θεραπευτικά, όχι απλά βοηθητικά, αλλά θεραπευτικά στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης και των ιών.

Για την ενδυνάμωση της διανοίας έχω να σας προτείνω τρία βιβλία:

Τα στοιχεία που ζωογονούν την διάνοια

Τα έργα της διανοίας είναι βάλσαμο για την ψυχή

Ο δρόμος για την ίαση