Ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα

1589

Στην σημερινή εποχή οι δυνάμεις ενός μύθου, μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα την πραγματικότητα. Από την πολύ παλιά εποχή, διηγούμαστε μύθους εμείς οι Έλληνες, προκειμένου να ανεβούμε λίγο πιο ψηλά και από εκεί να δούμε ξανά όσα μας απασχολούν και μας προβληματίζουν.

Σήμερα, έχουμε πολλά και είμαστε μορφωμένοι. Όμως, ένας καλός μύθος πάντα μπορεί να βοηθήσει. Για αυτό και εγώ σήμερα θα σας διηγηθώ μια ιστορία, την ιστορία του Ηρακλή που νίκησε την Λερναία Ύδρα.

«Υπάρχει στην Λέρνα μια χθόνια μάγισσα τρομερή που κάθεται πάνω στην πηγή της θεϊκής Αμυμώνης και φυλάει καλά τα δικά της λημέρια. Ποτίζει τους ανθρώπους κρυφά με τα δικά της φαρμάκια, τα περνάει στο νερό ή στο φαγητό που τους προσφέρει, τους χαμογελάει γλυκά τους αποκοιμίζει.

Οι άνθρωποι πίνουν τα φαρμάκια και χάνεται ο νους τους μέσα σε παντοδύναμες παραισθήσεις που η μάγισσα φυτεύει.

Γεννιέται μέσα στην ψυχή τους ο τρόμος, που την ψυχή την λιώνει και την συσκοτίζει και έτσι μέσα στον τρόμο κάνουν τα χειρότερα λάθη. Τρέχουν και πέφτουν σε ένα φαράγγι, αφαιρούν μόνοι την ζωή τους και βγάζουν άναρθρες κραυγές πιστεύοντας ότι τα ουράνια τέρατα τους καταδιώκουν.

Δυστυχής όποιος πέσει στα φαρμάκια της Λερναίας Ύδρας, της κακιάς μάγισσας του έλους.

Όλη μέρα κάθεται εκεί κοιτάζοντας γύρω με τα μνησίκακα μικρά της μάτια και ενώ οι άνθρωποι νομίζουν πως είναι μια αθώα γριούλα, η μάγισσα επικαλείται τους χθόνιους θεούς για να φέρει το κακό και την αρρώστια στους γύρω τόπους.

Τις νύχτες τρυπώνει στα όνειρα των ανθρώπων και τους υποβάλει ότι τρομερά βάσανα ελλοχεύουν στην ζωή τους και ότι θα τους καταπιούν ζωντανούς της ζωής τα εμπόδια. Κάνει τους ανθρώπους να βλέπουν τρομερούς εφιάλτες και αυτοί είτε τρελαίνονται, είτε δεν μπορούν να κοιμηθούν τις νύχτες και εξαντλούνται από την αυπνία.

Μέσα στην εξάντλησή τους την μεγάλη, βλέπουν στον ύπνο τους ή την ημέρα, τέρατα τεράστια που απειλούν να τους καταβροχθίσουν, οι περισσότεροι έχουν ήδη παραφρονήσει και ασυνάρτητα είναι τα δικά τους λόγια.

Σκέφθηκε ο Ευρυσθέας, αν στείλω τον Ηρακλή στην γριά μάγισσα την Λερναία Ύδρα, που τρελαίνει τους ανθρώπους, τους κάνει να βλέπουν τέρατα ανθρωποφάγα, τους θολώνει στο μυαλό και πολλές φορές τους κάνει να αφαιρούν μόνοι την ζωή τους, θα τα καταφέρει να βγει ο Ηρακλής από εκεί μέσα, ή θα πλανιέται για πάντα στους τόπους της λήθης με χαμένο το μυαλό του;».

Όταν τα σκέφθηκε όλα αυτά, κινήθηκε με ικανοποίηση η μαύρη ψυχή του και είπε:

«Εξάδερφέ μου Ηρακλή πόσο χαίρομαι που σε βλέπω ζωντανό. Η φήμη σου προηγείται και έμαθα πως σκότωσες το τρομερό λιοντάρι που ταλαιπωρούσε τον λαό μας τόσα χρόνια.

Όμως τα δεινά για τον δύστυχο λαό μας δεν έχουν τελειωμό. Υπάρχει στην Λέρνα, εκεί κοντά στην Νεμέα, η Ύδρα που ταλαιπωρεί τον λαό μας εδώ και πολλά χρόνια.

Είσαι ο κατάλληλος ήρωας για να βρεις και να σκοτώσεις την Λερναία Ύδρα, απαλλάσσοντας τον λαό μας από τα τρομερά της μάγια».

Άκουσε αυτά τα λόγια ο Ηρακλής και πάγωσε η ψυχή του. Πώς θα καταφέρει να αντιμετωπίσει την ολέθρια μάγισσα, την Λερναία Ύδρα και να βγει αλώβητος από την δική της έχθρα;;

Είχε ακούσει τρομερές ιστορίες για ανθρώπους που είχαν χάσει το μυαλό τους, που εγκλωβίστηκαν σε τόπους σκοτεινούς, στις βαθιές σπηλιές του μυαλού τους, εκεί που ο ορίζοντας είναι χαμηλός και πηχτή είναι η μέρα, δεν την ξεχωρίζεις από το σκοτάδι.

Οι βασανισμένες ψυχές ακουγόντουσαν τις νύχτες να κλαίνε και να σπαράζουν, οι ευαίσθητοι μπορούσαν να τους ακούσουν. Σώστε μας έλεγαν, σώστε μας από τα μαρτύριά μας, ας μην μας νικήσει το σπήλαιο, ας φύγει για πάντα η ψυχή μας να πάει στα Ηλύσια, ή στην Γη να επιστρέψει, όμως αυτό το μαρτύριο να τελειώσει.

Ο Ηρακλής γνώριζε πως δεν ήταν έτοιμος για αυτόν τον άθλο. Όταν αποδέχθηκε πως χρειάζεται βοήθεια, σκέφθηκε αμέσως ότι υπήρχαν οι Δελφοί και στους Δελφούς υπήρχε η Πυθία και μπορούσε να πάει εκεί να ετοιμαστεί για να δώσει τη τελική μάχη.

Χαμογέλασε τότε ο Ηρακλής ανακουφισμένος και είπε στον Ευρυσθέα: «Έχεις δίκιο, ο λαός μας υποφέρει εδώ και χρόνια, πρέπει να τον λυτρώσουμε από την Λερναία Ύδρα».

Είπε αυτά ο Ηρακλής και έφυγε σκεπτικός από το παλάτι του Ευρυσθέα. Είμαι άραγε εγώ ικανός να νικήσω μια μάγισσα σκοτεινή;;

Είμαι σε θέση να νικήσω τις σκοτεινές της δυνάμεις;;

Είμαι ικανός να νικήσω ένα τέρας που το αντιμετώπισαν και νικήθηκαν τόσοι άλλοι πριν από μένα.;;.

Ταξίδεψε πάλι ο Ηρακλής, στην αρχή περπάτησε πολύ και είχε χρόνο για να σκεφθεί. Μετά ταξίδεψε με το πλοίο και είχε χρόνο να συμβουλευτεί τα αστέρια. Όταν έφτασε πια στους Δελφούς και την Πυθία, ήταν έτοιμος να ακούσει τις συμβουλές των θεών τους.

«Είναι μια χθόνια Ηρακλή, του είπε η Πυθία. Η ψυχή σου δεν φοβάται αυτή την Σκοτεινή που την γέννησε το Έρεβος και ο Τυφώνας.

Υπάρχουν οι σκοτεινοί θεοί Ηρακλή. Χρόνια ολόκληρα οι δικοί μας θεοί του φωτός κυνηγάνε μέχρι το τέλος της αβύσσου αυτά τα μολυσματικά τέρατα που καταστρέφουν το μυαλό των ανθρώπων.

Με τους θεούς μας συντάσσεσαι όταν πηγαίνεις να κυνηγήσεις την Λερναία Ύδρα. Είσαι παιδί του Διός και αδελφός του Ήλιου και στερνοπαίδι της Αλήθειας.

Ήρθε η ώρα η αλήθεια να λάμψει και η αλήθεια είναι πως το δικό σου μυαλό, οι χθόνιοι δεν μπορούν να το μολύνουν.

Οι χθόνιοι είναι αντίπαλοι που κινούνται στο σκοτάδι και εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά μας όταν είμαστε τυχεροί και η λάμψη των θεών μας μπορεί να τους τρομάξει.

Τότε τους βλέπουμε καθαρά, βλέπουμε το μιαρό τους στόμα που εκτοξεύει τις ύβρεις, την μία μετά την άλλη, βλέπουμε την λάμψη των σκοτεινών ματιών τους που εκτοξεύουν μίσος κατά των ανθρώπων και αντιλαμβανόμαστε, σε μια στιγμή δικής μας ενόρασης, το απύθμενο βάθος της δικής τους κακίας.

Τότε, μπορούμε να τους φονεύσουμε αλλά όχι πριν.

Όταν αντικρύζεις μια χθόνια μάγισσα Ηρακλή, δύσκολα θα την αναγνωρίσεις. Πρόσεξε, να μην μείνεις κοντά της, να μην φας από το φαγητό της, να μην πιείς από το νερό της, γιατί τότε θα χάσουμε εσένα που είσαι αδερφός θεών και μελλοντικός ήρωας για τον λαό μας και θα μείνει κάτι, που θα θυμίζει τον Ηρακλή αλλά δεν θα είναι, θα είναι μόνο ό,τι απέμεινε από το λαμπρό μέλλον που σου ανήκει και την δόξα που σου ταιριάζει.

Εσύ είσαι δικό μας παιδί, παιδί του Διός και του Ήλιου, αδελφός πολλών θεών και λυτρωτής του λαού μας από μεγάλα βάσανα που οι θεοί του έχουν βάλει

Κοίταξε να θυμάσαι πάντα την καταγωγή σου και τους θεούς που σε έχουν βοηθήσει, όταν η σκέψη σου είναι κοντά στους θεούς, τα τρομερά δηλητήρια της μάγισσας δεν θα μολύνουν το μυαλό σου.».

Άρεσαν στον Ηρακλή αυτά τα λόγια, ήξερε πως είναι αλήθεια, όμως παρέμενε το γεγονός πως δεν ήξερε τον τρόπο για να νικήσει την μάγισσα με τις σκοτεινές δυνάμεις.

Φοβόταν μήπως κυριεύσει το μυαλό του, πριν προλάβει να την αντικρύσει στην πραγματική της εικόνα, όταν ακόμα νομίζει ότι είναι ακίνδυνη για το μυαλό και την συνείδησή του.

Οι σκοτεινές μάγισσες φυτεύουν στο υποσυνείδητο των ανθρώπων πολλούς φόβους και αγωνίες, τρόμο βαρύ και παραλυτικό, βρίσκουν όλες τις αδυναμίες του ανθρώπου και εκεί εγκαθιστούν τον τρόμο, τον φόβο και την ενοχή, τα τρία τέρατα που όσο και αν αγωνιστεί ο άνθρωπος, μόνος του δεν μπορεί να τα νικήσει.

Όλα αυτά συμβαίνουν όταν ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να αντικρύσει την πραγματική εικόνα της χθόνιας μάγισσας. και τότε να υψώσει μέσα του τείχη ισχυρά για την αντιμετωπίσει.

Σκέφθηκε ο Ηρακλής τι να κάνει. Να την σκοτώσει την μάγισσα με το όπλο;; Φοβόταν ότι ακόμα και τότε ετοιμοθάνατη θα κατάφερνε να επηρεάσει τον νου με τις σκοτεινές της δυνάμεις.

Να την αναγκάσει να φανερωθεί και να την συλλάβει ;; Μα τότε ως αιχμάλωτη δική του θα φύτευε τον φόβο μέχρι τα μύχια της καρδιάς της.

Ο Ηρακλής όπως και όλοι οι Έλληνες φοβόντουσαν τον Φόβο όσο τίποτα άλλο.

Ο Φόβος έλεγαν είναι μια πέτρα βαθειά που σε τραβάει στον βυθό μιας άπατης λίμνης, είναι ένα βέλος που σου καρφώνεται στην καρδιά και σε ρίχνει στην Γη από εκεί ψηλά που σαν αετός πετάς και βλέπεις όλη την γη κάτω και όλη η Γη είναι δική σου.

Ο Φόβος, είναι μια ψυχή βαθειά που σε προσκαλεί να την γνωρίσεις και μόλις φτάσεις εκεί κοντά μια μαύρη τρύπα ανακαλύπτεις, ένα βαθύ πηγάδι, μια δίνη που σε ρουφάει και σε στέλνει να βρεις τις ανείπωτες αγωνίες και τον φόβο του δικού σου θανάτου.

Ο Φόβος έλεγαν είναι αυτό που σου παραλύει τα πόδια στην μάχη, θέλεις να τρέξεις αλλά δεν μπορείς και τότε έρχονται οι εχθροί και κάποιος από αυτούς θα σου πάρει το κεφάλι.

Ο Φόβος είναι αυτός που σε στέλνει κατευθείαν στον Άδη, γιατί άνθρωπος φοβισμένος σε αυτή την Γη δεν μπορεί να πατήσει και τον θάνατο να νικήσει.

Φοβόντουσαν πολύ οι Έλληνες τον Φόβο και ο Ηρακλής ακόμα παραπάνω γιατί δεν ήθελε ούτε να νοιώσει, ούτε να υπάρξει ο ίδιος μέσα στον φόβο.

Καθώς λοιπόν σκεπτόταν πώς να νικήσει την μάγισσα, αίφνης μια λαμπρή ιδέα φώτισε το μυαλό του. Και αν την κάψω;;

Όσο το σκεφτόταν ο Ηρακλής τόσο του άρεσε η ιδέα, γιατί τον φόβο πράγματι δεν μπορείς να τον νικήσεις, μπορείς μόνο να τον κάψεις μέσα στην ορμητική δύναμη του ηρωισμού σου.

Όλα αυτά σαν σε όραμα τα είδε ο Ηρακλής και όταν συνήλθε από τον οραματισμό του, είδε την Πυθία να τον κοιτάζει με τα φωτεινά της μάτια.

Τότε κατάλαβε ο Ηρακλής αυτό που του είχαν πει και άλλοι, πως όταν μιλάς με την Πυθία και εκείνη δέχεται να σου μιλήσει, ξαφνικά ανοίγει ο νους σου και βλέπεις με μια εκπληκτική καθαρότητα όλα όσα έχεις να κάνεις και οι θεοί ζητούν από εσένα.

Ενάργεια το λέμε εμείς αυτό στην Ελλάδα και είναι εκείνη η εκπληκτική στιγμή που ανοίγει μια χαραγματιά στο βαρύ μέτωπο της καταιγίδας και φαίνεται ο ουρανός από εκεί, να διαχέεται το φως όπως και πρώτα.

Έστειλε ο Ηρακλής στον Δία τις μεγάλες ευχαριστίες όχι μόνο γιατί τον βοηθούσε σε όλη την ζωή του, αλλά γιατί του έδινε την ευκαιρία να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια της Πυθίας, που όλα τα γνώριζε και όλα τα κοιτούσε.

Έφυγε χαρούμενος ο Ηρακλής και λίγο πριν φύγει, του είπε η Πυθία, «όταν κάψεις τα πάντα εκεί, μην γυρίσεις να δεις πίσω την γη που είναι καμένη, μόνο πήγαινε και βρες την μάγισσα και θάψε την βαθειά στην Γη, κανείς πια να μην την περιμένει».

Το άκουσε ο Ηρακλής και έφυγε για να πραγματοποιήσει το σχέδιό του.

Ήξερε από παλιά ότι η μάγισσα φώλιαζε κοντά στην πηγή της Αμυμώνης, αυτής της ωραίας πηγής με τα καθαρά νερά που ύδρευαν τον οικισμό της Λέρνας.

Ήταν τόσο πολύτιμη η πηγή ώστε μια παράδοση ωραία έλεγε ότι ο Ποσειδώνας τόσο αγάπησε την Αμυμώνη, την θυγατέρα του Δαναού και κόρη της Ευρώπης, ώστε κτύπησε με την τρίαινα τον βράχο και τότε καθαρό νερό ανάβλυσε και ήπιαν όλοι οι διψασμένοι.

Καθώς πλησίαζε την πηγή ο Ηρακλής είχε τον νου του, περίμενε να δει το άγριο πλάσμα, μια μάγισσα των αρχαίων μύθων, με κεφάλι ανθρώπου, φιδίσια μαλλιά, το σώμα της γεμάτο φολίδες και η ουρά της σαν δράκοντα να σέρνεται στο χώμα.

Ήταν τότε η εποχή που οι ωραίοι μύθοι των προϊστορικών Ελλήνων, έφτιαχναν ωραίες εικόνες στο μυαλό των παιδιών τους, το κακό για να το φοβάσαι πρέπει να το ντύνεις με φρικτές εικόνες και το καλό για να το προσεταιρίζεσαι πρέπει πάντα να το ντύνεις με όμορφες εικόνες.

Καθώς πλησίαζε την πηγή, είδε ο Ηρακλής να κάθεται στην σκιά από ένα πλατάνι, μια γριούλα με άσπρα μαλλιά, άσπρο δέρμα και καλοσυνάτο πρόσωπο.

Καθόλου δεν έμοιαζε με τέρας, αντίθετα του θύμιζε κάτι αόριστα, ίσως κάποια από τις παραμάνες των παιδικών του χρόνων, ίσως μία από τις πολλές θεραπαινίδες που υπήρχαν στα δώματα της μητέρας του και είχαν στην φροντίδα τους τον Ηρακλή που ήταν βρέφος.

Παρασυρμένος από τις παιδικές του αναμνήσεις πλησίασε ο Ηρακλής και κάθισε εκεί πέρα, έβγαλε από τον σάκο του μερικά αμύγδαλα και τα πρόσφερε στην γριούλα, εκείνη τα δέχθηκε και πήρε με το τάσι της λίγο νερό από την πηγή για να του δώσει.

Τότε άστραψε στο μυαλό του Ηρακλή η εικόνα της Πυθίας να του λέει, «μην πάρεις τίποτα από την μάγισσα, μην φας από το φαγητό της, μην πιείς από το νερό της» και ήρθε η ενάργεια στο μυαλό του.

Αίφνης γνώριζε και ήταν σίγουρος ότι η αγαθή γριούλα ήταν η χθόνια μάγισσα της Λέρνης και αρνήθηκε το νερό της, πέταξε το τάσι.

Η αγαθή γριούλα, η χθόνια μάγισσα, καθόλου δεν πτοήθηκε, μόνο του είπε: «Φαίνεται πως πεινάς, τόσον καιρό που περπατάς για να φτάσεις εδώ πέρα. Θέλεις να σου δώσω λίγο από το φαγητό μου; Είναι ένα ωραίο ελάφι που ένας καλός κυνηγός μου το έδωσε για δώρο».

Ήξερε η χθόνια πως ο Ηρακλής πάντα πεινούσε, ήταν θεόρατη η όρεξή του και όπως ήταν και αυτός θεόρατος σαν μεγάλο θηρίο, ένα καλό γεύμα πάντα τον συγκινούσε.

Πήγε να παρασυρθεί ο Ηρακλής, εξάλλου φαινόταν τόσο άκακη και αθώα η γριούλα μήπως έκανε λάθος την πρώτη φορά και παρεξήγησε τις δικές της προθέσεις;;

Τότε άστραψε μπροστά στα μάτια του η εικόνα της Πυθίας να λέει εμφατικά και με έντονη ανησυχία: «Ηρακλή μην πάρεις τίποτα από την μάγισσα, μην φας το φαγητό της, μην πιείς το νερό της». Συνήλθε ο Ηρακλής και έδιωξε από μέσα του την πείνα.

Η γριά που ήταν η Λερναία Ύδρα τον παρακολουθούσε με την σκοτεινά της μάτια και όταν ο Ηρακλής αρνήθηκε να πάρει το φαγητό της, δεν πτοήθηκε και είπε:

«Νομίζω πως είσαι ο Ηρακλής ο γιος του Δία και της Αλκμήνης, ο ήρωας που φόνευσε τον λέοντα της Νεμέας. Συμβαίνει να έχω από καιρό, μια εικόνα της Αλκμήνης, μου την έφερε ένας προσκυνητής που χρειαζόταν τα γιατροσόφια μου. Μήπως θέλεις να δεις την μάνα σου;»

Ο Ηρακλής θόλωσε για μια στιγμή, πράγματι ήθελε να δει την αγαπημένη του μητέρα, που δεν ήξερε αν ζούσε και αν θα την έβλεπε ξανά στην ζωή του, εξόριστος καθώς ήταν για τον υποτιθέμενο φόνο της Μεγάρας και των παιδιών της.

Πήγε να πάρει με αγωνία την εικόνα για να δει την μάνα του, την Αλκμήνη. Τότε σηκώθηκε αέρας μεγάλος, σείστηκε ο πλάτανος και μέσα από τον άνεμο άκουσε ο Ηρακλής την φωνή του Διός να λέει: «Ηρακλή είσαι το παιδί μου, σε κανέναν άλλον δεν λογοδοτείς, παρά μόνο σε εμένα, όταν εσύ χρειάζεσαι να δεις την Αλκμήνη, εγώ θα στείλω την Αλκμήνη σε εσένα και δεν χρειάζεται να ανησυχείς για κανένα λόγο».

Ηρέμησε και πάλι ο Ηρακλής, θυμός όμως δεν τον είχε κυριεύσει και έπρεπε να θυμώσει πολύ για να δει την μάγισσα στην πραγματική μορφή της και να μπορέσει να την εξοντώσει.

Η μάγισσα κοίταξε τον Ηρακλή και είπε: «Ηρακλή, κοίταξέ με καλά, τι βλέπεις; Δεν σου θυμίζω την γυναίκα σου τη Μεγάρα; Μήπως αν δεν την σκότωνες αυτήν και τα παιδιά της, να έφτανε στα χρόνια μου, καλοστεκούμενη σαν εμένα και να καθόσασταν όλοι μαζί εδώ πέρα;; Τι σε έπιασε Ηρακλή και σκότωσες την Μεγάρα; Τι κρύβεις μέσα σου και ποια δολοφονικά ένστικτα κυβερνούν το μυαλό σου; Πώς θολώνει η κρίση σου και επιτίθεσαι στους άλλους σαν άγριο θηρίο; Μήπως εσύ είσαι το άγριο θηρίο και όχι οι άλλοι που κυνηγάς να σκοτώσεις;»

Θόλωσε ο Ηρακλής και τρομερές τύψεις τον κατέκλυσαν. Πόνεσε η ψυχή του στην ανάμνηση του τρομερού φόνου που δεν θυμόταν, αλλά του έλεγαν οι άλλοι ότι είχε κάνει.

Ήταν σκοτεινά πια στην πηγή και πήγαν να τον πάρουν τα κλάματα, να νοιώσει πολύ ένοχος και αν θα συνέβαινε αυτό θα έλιωνε η ψυχή του και θα τον εγκατέλειπε το θάρρος.

Τότε ήρθε η Αθηνά και στάθηκε κοντά του με την μορφή του Ιόλαου του αγαπημένου του ανιψιού. Της άρεσε πάντα της θεάς να παίρνει τις μορφές άλλων και να την νοιώθουν οι άνθρωποι κοντά τους πιο οικεία, να τους μιλάει στην γλώσσα τους και να τους συμβουλεύει.

«Ηρακλή, κανείς δεν ξέρει αν σκότωσες πραγματικά την Μεγάρα. Πολλοί το ισχυρίζονται, εσύ όμως δεν το θυμάσαι. Και αν είναι η βούληση των θεών να υποστείς εσύ αυτή την τιμωρία, τους άθλους, ποιος είσαι εσύ να αμφισβητήσεις την βούλησή τους και να σταματήσεις πριν ολοκληρώσεις τους άθλους;

Όλα γίνονται για να ανέβουμε ψηλά, να εγκαταλείψουμε τα ποταπά μας όνειρα, τις χαμηλές μας σκέψεις και να φτάσουμε εκεί που η σκέψη των θεών κατεβαίνει να μας συναντήσει και να κάνουμε μαζί τα ωραία μας έργα».

Ηρέμησε ο Ηρακλής με αυτά τα λόγια, τον Ιόλαο τον ήξερε από καιρό και τον εμπιστευόταν, ήταν άνθρωπος και νόμιζε ότι τον καταλαβαίνει.

Τότε η Αθηνά αποφάσισε να μείνει κοντά του με την μορφή του Ιόλαου, να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τον άθλο και να σκοτώσει την βρώμικη γριά μάγισσα, την Λερναία Ύδρα.

Απομακρύνθηκε ο Ηρακλής από τον πλάτανο συλλογισμένος, χωρίς να γυρίσει πίσω του να κοιτάξει.  Πώς θα μπορούσε να σκοτώσει μια γριούλα; Όσο και αν ήταν χθόνια, είχε δυσκολίες ο ήρωάς μας γιατί ακόμα δεν την είχε δει στην πραγματική μορφή της. Ακόμα πάλευε με τον εαυτό του, με τις τύψεις και τις ενοχές του, με όλα αυτά που έβαζε στο μυαλό του η μάγισσα για να τον καταβάλει.

Εκείνος ήταν ήρωας φημισμένος, είχε νικήσει σε πολέμους τους άγριους αντιπάλους, είχε παρασύρει στον θάνατο το περίφημο λιοντάρι, δεν ταιριάζει στους ήρωες να φονεύουν τις γριούλες.

Τότε σηκώθηκε και έφυγε από εκεί, πήγε κάπου ψηλά για να συλλογιστεί. Πάντα ήθελε να βρίσκεται κάπου ψηλά για να συλλογίζεται, έβλεπε τον κόσμο από μακριά και του φαινόταν πιο ωραίος, χωρίς τέρατα τρομακτικά και δυσώδεις μάγισσες που κλέβουν το μυαλό των ανθρώπων.

Σκέφθηκε εκεί ώρα πολλή. Ήρθε κοντά του και ο αετός του Δία και φάνηκε να πετάει στα ψηλά, κάνοντας κύκλους.

Τότε αποφάσισε ο Ηρακλής, ότι πρέπει να απομονώσει την μάγισσα να μην αφήνει να μιλάει με τους ανθρώπους αυτούς, γιατί τρέφεται από εκείνους, τους δίνει μια εφιαλτική εικόνα της ζωής τους και σε αντάλλαγμα παίρνει όλο το φως που κρύβουν μέσα τους για να ζουν καλά και να θριαμβεύουν.

Αυτή η πρώτη φάση του δικού του σχεδίου. Ήταν ένα σχέδιο σε τρεις φάσεις.

Η πρώτη φάση έλεγε πως πρέπει να απομονώσει την μάγισσα, να μην την αφήνει να έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους και να αντλεί από αυτούς δυνάμεις.

Η δεύτερη φάση έλεγε πως αυτός ο ίδιος έπρεπε να επιτεθεί στην μάγισσα και να την εξοντώσει.

Η τρίτη φάση έλεγε ότι πρέπει να απολυμάνει τον τόπο από την δική της παρουσία, να τρέξουν πάλι τα θεϊκά ύδατα της Αμυμώνης και οι άνθρωποι να έρθουν να κάνουν δουλειές εκεί, να ευημερήσουν.

Για την πρώτη φάση σκέφθηκε να ζητήσει την βοήθεια του Ιόλαου, που ήταν γιος του Ιφικλή του δίδυμου αδερφού του.

Ήταν καλό παιδί ο Ιόλαος, με καλές πνευματικές δυνάμεις, αναγνώριζε τον Δία ως προστάτη του και τιμές απένειμε στην Ήρα, τα είχε λοιπόν καλά με το δίδυμο που κυβερνούσε τους ουρανούς, τον Δία και την γυναίκα του την Ήρα.

Στο σχέδιο του Ηρακλή ο Ιόλαος ανέλαβε να ενημερώσει τους κατοίκους της Λέρνας, να τους πει πως όταν βρίσκουν μια δήθεν καλοσυνάτη γριούλα κοντά στην πηγή της Αμυμώνης, να μην πίνουν από το νερό της, να μην δέχονται την τροφή που τους δίνει, να μην συνομιλούν μαζί τους, αλλά να φεύγουν τρέχοντας, χωρίς να γυρίσουν πίσω τους να κοιτάξουν.

Είχε υπομονή ο Ιόλαος. Αντίθετα με τον Ηρακλή που ήταν γρήγορος στην σκέψη και λιτός στα λόγια, ο Ιόλαος είχε την υπομονή να εξηγεί ξανά και ξανά στους κατοίκους της Λέρνας, ότι δεν πρέπει να πίνουν από το νερό της μάγισσας, ούτε να τρώνε από το φαγητό της, γιατί τα έχει δηλητηριάσει, με τα μαγικά της βοτάνια τους κάνει να έχουν παραισθήσεις και όλοι οι τρομακτικοί φόβοι τους να βγαίνουν στην επιφάνεια.

Όλα τα τέρατα που σας καταδιώκουν μέρα νύχτα, βρίσκονται στην φαντασία σας, τους είπε και αν στην φαντασία σας έχει πρόσβαση η χθόνια, τότε από τους εφιάλτες δεν θα απαλλαγείτε.

Όσον καιρό ο Ιόλαος εξηγούσε με υπομονή στους Λερναίους ότι πρέπει να αποφεύγουν την μάγισσα, να μην συνομιλούν μαζί της, να μην δέχονται τα δώρα της και να μην ακούνε την φωνή της, ο Ηρακλής ασχολείτο να φτιάξει έναν αδιαπέραστο φράκτη γύρω από την καλύβα της χθόνιας ώστε να μπορεί πάντα να την παρακολουθεί και να μην μπορεί να διαφύγει για να πάει κοντά στους απλοϊκούς Λερναίους και να τους δηλητηριάσει.

Ήταν πια αλώβητος από την δική της μαγεία. Ήταν κοντά του η Αθηνά, κάπου μακριά πετούσε ο αετός του Δία και όταν έπεφτε την νύχτα να κοιμηθεί, ερχόταν να τον συντροφεύσει η Πυθία και να τον βοηθήσει να σταθεροποιήσει την Δύναμή του.

Η μάγισσα έμεινε για αρκετό καιρό μέσα στην δική της καλύβα, έτρωγε από το φαγητό της, έπινε από το νερό της και δεν έβρισκε κάποιον Λερναίο να τον δηλητηριάσει. Με τον καιρό έσβησαν και οι αναμνήσεις που είχε και δεν μπορούσε να στείλει τις σκέψεις της, τοξικά δηλητήρια να μολύνουν την σκέψη των ανθρώπων και να την γεμίσουν με φρικτές παραισθήσεις.

Όλον αυτόν τον καιρό ο Ηρακλής την παρακολουθούσε προσεκτικά. Είδε να φεύγουν όλα τα στρώματα της ανθρώπινης όψης που σαν μάσκα είχε συσσωρεύσει για να μην φαίνεται η κακία και η αθλιότητα στο πρόσωπό της.

Είδε τα μάτια της να συννεφιάζουν και το άσχημο στόμα της να εκτοξεύει τις ύβρεις και τις κατάρες, προς εκείνον, τους θεούς και όλους τους ανθρώπους που τον βοηθούσαν.

Οι θεοί είχαν καταληφθεί από μεγάλη θυμηδία, εκείνους ο χθόνιος δεν μπορεί να τους τρομάξει, ούτε ανησυχούν για τα εγκόσμια γιατί πάντοτε ξέρουν για την έκβαση των πραγμάτων.

Ο Ηρακλής όμως ήθελε να πάρει μέχρι τέλους το μάθημά του. Την είχε λυπηθεί, τον είχε συγκινήσει, τον είχε κάνει να στραφεί ενάντια στον εαυτό του. Ήθελε να δει αυτό το τέρας να πεθαίνει.

Πράγματι συρρικνώθηκε η χθόνια, στράγγιξε από μέσα της η ζωή. Όταν και ο τελευταίος κάτοικος έσβησε από τη μνήμη της Λερναίας Ύδρας, έπεσε αυτή στο στρώμα της και δεν ξανασηκώθηκε από εκεί, στέρεψε η τροφή της και γιατρεύτηκε η ψυχή των ανθρώπων που δεν είδαν ξανά εφιάλτες.

Μετά από λίγες μέρες απεβίωσε η Ύδρα και η ψυχή της έφυγε και πήγε εκεί που πηγαίνουν οι ψυχές των σκοτεινών ανθρώπων, στο Έρεβος που τις γεννά και το Χάος που τις τρέφει.

Οι άνθρωποι επέστρεψαν στις συνηθισμένες τους ασχολίες και με τον καιρό ξέχασαν την μάγισσα και έμειναν στην μνήμη τους οι εφιάλτες που είχε προκαλέσει με το μίσος της σκοτεινής ψυχής της και τα θανατηφόρα βοτάνια.

Έτσι έμειναν οι άνθρωποι να θυμούνται τα τέρατα και όχι αυτήν που τα προκαλούσε, τον μύθο και όχι την πραγματική ιστορία που έλεγε ότι κάποτε στα νερά της Αμυμώνης μια τρομερή μάγισσα κατοικούσε, που φύτευε φρικτές εικόνες στο μυαλό των ανθρώπων και σκότιζε τον νου τους με τις παραισθήσεις που δημιουργούσε.

Όταν πέθανε η μάγισσα ο Ηρακλής δεν πλησίασε καθόλου. Μόνο ειδοποίησε τον Ιόλαο να έρθει και με την βοήθειά του, άναψε μια μεγάλη πυρά που έκαιγε για μέρες μέχρι που έμειναν μόνο κάρβουνα και στάχτη από την παλιά καλύβα της Λερναίας Ύδρας.

Τότε κατέβηκαν οι θεοί στην Γη, ήρθε ο Δίας με τον αετό του, η Ήρα με τον πάνθηρα, η Άρτεμις με τα ελάφια, ο Απόλλωνας με την λύρα. Ήρθε και ο αρχαίος θεός ο Ποσειδώνας που χάρηκε όταν είδε την Αμυμώνη, την πηγή του να έχει ελευθερωθεί από το τέρας  και να δροσίζει πάλι τους ανθρώπους.

Τότε είδε ο Ηρακλής στον ύπνο του την πραγματική εικόνα της Ύδρας όπως την βλέπουν αυτοί που έχουν Όραση στα Πεδία ή την Όραση την δίνουν οι θεοί τους.

Είδε ο Ηρακλής το τεράστιο φίδι, πελώριο σαν τα ψηλά δέντρα, να τον κοιτάζει με τα απειλητικά του μάτια και βίωσε τον πραγματικό εφιάλτη, να πολεμάει να σκοτώσει το τέρας και με κάθε κεφάλι που κόβει το τρομερό σπαθί του, άλλα δύο κεφάλια να φυτρώνουν και όσο εναντιώνεται στο τέρας και το πολεμάει, κεφάλια φυτρώνουν και δυναμώνει το τέρας.

Αυτόν τον εφιάλτη βίωνε κάθε άνθρωπος που παρασυρμένος από την άκακη μορφή της Ύδρας, καθόταν κοντά της και της μιλούσε, έτρωγε από το φαγητό της και έπινε από το νερό της.

Καθώς εκείνος συνομιλούσε ανέμελα με το φρικτό τέρας, η ψυχή του έβλεπε τις πραγματικές εικόνες, έβλεπε το τεράστιο φίδι που πετούσε φλόγες από τα μάτια του, ορθωνόταν απειλητικά, πανύψηλο σαν τις λεύκες και κάθε φορά που πήγαινε ο άνθρωπος να του επιτεθεί και να κόψει ένα κεφάλι, το φίδι άλλα κεφάλια έβγαζε στην θέση του και ήταν ο κίνδυνος δύο και τρεις φορές πιο μεγάλος.

Έτσι συμβαίνει πάντα όταν ο άνθρωπος ελεύθερα συνομιλεί με έναν χθόνιο, ο χθόνιος κλέβει τις σκέψεις του, κλέβει το φως της ψυχής του και στη θέση τους βάζει την σκοτεινή ύλη που είναι η ύπαρξή του. Τότε ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από εφιαλτικούς φόβους και είναι ανίκανος να προοδεύσει.

Εν τέλει, ο άνθρωπος πάντα θα νικήσει, θα φύγει μακριά από το έλος, μακριά από την σκοτεινή ύλη των σκέψεών της, μακριά από τον θάνατο που του δίνει το τέρας. Τότε ο άνθρωπος θα αναδυθεί ξανά με όλη την λάμψη του και με ολοκαίνουριες, λαμπρές σκέψεις και σχέδια στο μυαλό του.

Όταν κατάφερε ο Ηρακλής επιτέλους να συνέλθει από τον τρομερό εφιάλτη που είχε ζήσει, πήγε μαζί με τον Ιόλαο να βρουν της μάγισσας το σώμα το απανθρακωμένο και να το θάψουν μαζί σε έναν ρηχό τάφο, για να διαλύσουν τις σκοτεινές δυνάμεις.

Πάνω στον τάφο έγραψαν ένα επίγραμμα, όπως έκαναν πάντα οι Έλληνες όταν ήθελαν να στείλουν ένα μήνυμα σε όλους όσοι θα περνούσαν από εκείνον τον τόπο. Και έλεγε το επίγραμμα:

«Εδώ βρίσκεται η μάγισσα, η Λερναία Ύδρα, που σκορπούσε τον τρόμο σε κάθε διαβάτη, του δηλητηρίαζε το μυαλό με τα σκοτεινά οράματά της που γεννούσαν ανείπωτο Φόβο.

Εσύ διαβάτη μην φοβάσαι πια, η σκοτεινή μάγισσα πήγε να συναντήσει τον θεό της, το θεό του Ερέβους και το Σκότος θα την καταπιεί για πάντα».

Μίλησε ο Ηρακλής με τους κατοίκους της Λέρνης και τους είπε: «Φύγετε μακριά από αυτόν τον τόπο, από αυτές εδώ τις στοιχειωμένες εκτάσεις. Αφήστε για λίγο καιρό να εκτεθούν και πάλι στον ήλιο, ο άνεμος να παρασύρει τα αποκαΐδια, η βλάστηση να νικήσει τον θάνατο και η ζωή να επιστρέψει στα άγονα λιβάδια.

Αφήστε τα ζώα να βοσκήσουν ελεύθερα εδώ, γνωρίζουν αυτά και δεν πλησιάζουν σε μολυσμένο τόπο. Θα έρθουν στην κατάλληλη ώρα.

Θα έρθουν σιγά, σιγά, πρώτα τα τρωκτικά, μετά οι λαγοί και τα ζώα του δάσους, θα ακούσετε τα πουλιά να κελαηδούν και θα εμφανιστούν πάλι τα πρώτα δέντρα.

Εσείς όμως να πλησιάσετε εδώ όταν έρθει η γλαύκα, είναι το μήνυμα που θα σας στείλει η θεά Αθηνά, ότι ήρθε και εκείνη και ο τόπος θα είναι και πάλι ασφαλής για όλους.

Τότε θα κτίσετε έναν ναό προς τιμήν της Αθηνάς και η δική της παρουσία, που θα είναι εδώ γιατί θα την τιμάτε, θα διώξει μακριά τις μάγισσες, τα φονικά και τους εφιάλτες που έφερνε στον νου σας η θύμηση αυτού του τόπου».

Τον άκουσαν οι Λερναίοι και έκτισαν τον ναό προς τιμήν της Αθηνάς, όταν ήρθε η λευκή γλαύκα και τους υπενθύμισε την υποχρέωση στην θεά τους».

Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο μου “Οι περιπέτειες του Ηρακλή στον σύγχρονο κόσμο”.