«Οι περιπέτειες του Ηρακλή στον σύγχρονο κόσμο» είναι ένα βιβλίο θεραπευτικό

1256

«Οι περιπέτειες του Ηρακλή στον σύγχρονο κόσμο» είναι ένα βιβλίο θεραπευτικό. Αυτό σημαίνει ότι καθώς παρακολουθούμε την διήγησή του χαίρεται η ψυχή μας, καθαρίζει ο νους μας και ανασταίνεται το πνεύμα μας.

Όλες αυτές είναι ιδιότητες που έχουν τα στοχαστικά κείμενα, εκείνα δηλαδή τα αφηγήματα που έρχονται μόνα τους, σαν κάποιος να τα υπαγορεύει και αυτός ο κάποιος έχει αγαθές ιδιότητες και αγαπάει την ψυχή του ανθρώπου.

Στην εποχή μας χρειαζόμαστε τα θεραπευτικά κείμενα, όχι μόνο για τις πανδημίες, αλλά γιατί χρειαζόμαστε την πνευματική ανάταση και την ηρεμία της ψυχής μας.

Ας αφήσουμε όμως το βιβλίο να μιλήσει λίγο μόνο του:

«Στο όρος Ευρύμανθος ζούσε ένας φονικός κάπρος, ήταν τόση η φονική του δύναμη ώστε οι κάτοικοι της περιοχής φοβόντουσαν ακόμα και να αναφέρουν το όνομά του.

Τον ονόμαζαν το θηρίο, ή το τέρας που βγαίνει τις νύχτες  και σκοτώνει τα παιδιά μας, έτσι είναι πάντα η φαντασία των Ελλήνων, καλπάζει αχαλίνωτη μπροστά στα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει.

Ο κάπρος ήταν πράγματι τεράστιος και ήταν πράγματι φονικός, όμως δεν ήταν το τέρας ούτε το θηρίο, ήταν απλώς ένας τεράστιος κάπρος.

Οι κάτοικοι όμως στις περιοχές του Ευρύμανθου ήταν απελπισμένοι και υπερέβαλαν διηγούμενοι ότι ο κάπρος είναι δήθεν κάποιος θεός που αγανακτισμένος από την έκφυλη ζωή τους, έστειλε τα μύρια δεινά για να τους τιμωρήσει.

Η φήμη έφτασε και στο παλάτι του Ευρυσθέα, που όσον καιρό περίμενε τον Ηρακλή να γυρίσει με το ελάφι της θεάς Άρτεμής, καθόταν και έστριβε δεξιά και αριστερά την σκοτεινή του σκέψη, ώστε να βρει τον επόμενο άθλο που τον Ηρακλή θα μπορούσε να σκοτώσει.

Όταν άκουσε την φήμη με τον Ευρυμάνθιο κάπρο, την άφησε και αυτή μαζί με άλλες στην άκρη του μυαλού του ώστε όταν επιστρέψει ο Ηρακλής κατάλληλα να την χρησιμοποιήσει.

Κάποια μέρα, μετά από καιρό, έφτασε η φήμη στο παλάτι ότι ο Ηρακλής έρχεται με το Ελάφι. Και ήταν τόση η φασαρία που σηκώθηκε, ώστε ο Ευρυσθέας δεν άντεξε, σηκώθηκε και αυτός μαζί με άλλους και έτρεξε στον λόφο να δει τον ήρωα από μακριά να έρχεται με το Ελάφι.

Τόσο ζήλεψε την εικόνα που είδε, τον τεράστιο ήρωα να φέρνει μαζί του δεμένο από την τριχιά, υπάκουο το ελάφι, ώστε θέλησε και αυτός να κάνει το ίδιο. Ζήτησε λοιπόν από τον Ηρακλή να του δώσει αυτός να κρατήσει το ελάφι, να νοιώσει και αυτός την υπερηφάνεια και να παρουσιαστεί σαν ήρωας μπροστά στους άλλους.

Ο Ηρακλής ήσυχα του έδωσε την τριχιά. Το Ελάφι όταν ένοιωσε ότι ο Ηρακλής το ελευθερώνει από την βούλησή του να τον ακολουθήσει, έκανε ένα τίναγμα μεγάλο, κοίταξε για τελευταία φορά τον κόσμο που ήταν συγκεντρωμένος και γρήγορο σαν τον άνεμο, με την σκιά της θεάς να το περιβάλλει έφυγε τρέχοντας και χώθηκε στα σκιερά δάση, όπου ήταν τα καταφύγιά του.

Εξεμάνη ο Ευρυσθέας. Ήταν τόση η ταπείνωσή του ώστε μετά βίας συγκρατήθηκε από το να πέσει στο χώμα και να βγάζει αφρούς από το στόμα του, τόσο πολύ θύμωσε με τον Ηρακλή και το Ελάφι.

Και τότε μια σκοτεινή σκέψη αναδύθηκε στο βρώμικο μυαλό του. Αφού το Ελάφι, το ευγενικό ζώο με την βούλησή του υποτάχθηκε στον Ηρακλή για να κάνει αυτός τον δικό του άθλο, τότε και εγώ θα του βάλω σαν αντίπαλο ένα βρωμερό, άγριο ζώο, που ευγένεια δεν έχει, στον άνθρωπο δεν υποτάσσεται, μόνο θέλει να του σκίσει τα σωθικά με τα βρωμερά του, απαίσια δόντια.

Είδε τότε ο Ευρυσθέας τον τεράστιο κάπρο να ξεκοιλιάζει τον Ηρακλή και ήταν τόση η ευχαρίστησή του, που δεν δίστασε στιγμή για να αναθέσει στον Ηρακλή τον επόμενο άθλο.

«Καλώς όρισες ξάδερφε», είπε με την χαμηλή φωνή του, που την άκουγες και ήταν σαν να σέρνεται στα χαμόκλαδα ένα τεράστιο φίδι. «Είσαι πια ήρωας σωστός Ηρακλή έκανες τρεις τεράστιους άθλους, έλα να φάμε και να πιούμε και να γιορτάσουμε την δική σου νίκη».

Τα άκουσε αυτά ο Ηρακλής και πήρε να γλυκάνει η ψυχή του, γύριζε πολύ καιρό στα βουνά, στους ξένους τόπους μόνος του στην αρχή, μετά με ένα Ελάφι, ένοιωσε πολύ την μοναξιά του. Εκείνος ήθελε πολύ τους ανθρώπους και του άρεσε να γιορτάζει μαζί τους.

Κάθισε λοιπόν στο συμπόσιο και αφού έφαγαν και ήπιαν και νόμισε ο Ηρακλής ότι ησύχασε ο κόσμος γύρω του και δεν θα είναι πια τόσο απαιτητικοί οι άθλοι, σηκώθηκε ο Ευρυσθέας και είπε. «Τιμημένε ήρωα Ηρακλή, σίγουρα δεν θα έχεις αντίρρηση να πας εσύ και να γλυτώσεις τον λαό μας από τον Κάπρο στον Ευρύμανθο, αυτό το τεράστιο, υπερφυσικό ζώο, την κατάρα των θεών που σαν θεομηνία ορμά και σκοτώνει τους ανθρώπους, ποδοπατά και καταστρέφει τις σοδειές τους.

Τιμημένε μας ήρωα, σίγουρα δεν θα έχεις αντίρρηση να τον συλλάβεις και να φέρεις εδώ ζωντανό τον κάπρο, για να τον θυσιάσουμε στον Δία, τον θεό και Πατέρα και να τον ευχαριστήσουμε που έστειλε ανάμεσά μας έναν ήρωα σαν και εσένα».

Άκουσε τα λόγια ο Ηρακλής και χάθηκε η ψυχή του. «Πάλι;; είπε. Πάλι θα τρέχω στα δάση, στην άγρια μοναξιά μου, να σκίζεται η σάρκα μου στα άγρια ρουμάνια, ήλιος να μην με βλέπει και οι σκοτεινές ορέξεις αυτού του φιδιού του Ευρυσθέα να με βάζουν να ζω με τα αγρίμια;;»

Βαρύθυμος σηκώθηκε πήρε την λεοντή του και πήρε τον δρόμο για άλλη μια φορά προς τους Δελφούς, να δει την Πυθία και να μιλήσει, να δει τι θα κάνει και με αυτόν τον άθλο που του είχε βάλει ο μισητός Ευρυσθέας.

Όταν έφθασε στους Δελφούς, η ψυχή του είχε και πάλι ανέβη, είναι αισιόδοξο παιδί ο Ηρακλής και αν κάποιος πρέπει να φοβάται αυτός είναι ο κάπρος και όχι ο ήρωάς μας.

Την άλλη μέρα το πρωί πήγε και πάλι στην Πυθία. «Καλώς όρισες ήρωα του είπε, γνωρίζεις πως όταν κάτι επαναληφθεί τρεις φορές, έχει πια στεριώσει. Εσύ έχεις κάνει τρεις άθλους, μπορούμε πια να έχουμε την βεβαιότητα ότι θα κάνεις και όλους τους άλλους.

Όμως χρειάζεται δρόμος και χρειάζεται πορεία γιατί ακόμα και αν γνωρίζουμε το τέλος, ότι τελικά θα κάνεις όλους τους άθλους, υπάρχουν πολλά να μάθουμε, πολλά να νικήσουμε και πολλά να υποστούμε μέχρι να φτάσουμε στο τέλος των δικών σου άθλων.

Τώρα Ηρακλή, που θα κυνηγάς τον κάπρο θα είσαι μόνος σου χωρίς τους θεούς μας. Οι θεοί βέβαια θα είναι γύρω σου και κοντά σου, όμως δεν θα ακούς την μιλιά τους, δεν θα τους βλέπεις, γιατί εκείνοι δεν εμφανίζονται στους τόπους όπου συχνάζει ο θηριώδης κάπρος.

Όταν είσαι μόνος σου εκεί στα βαθιά δάση, θα δεις ότι αναπτύσσονται μέσα σου μεγάλες δυνάμεις, έτσι αντιδρά πάντα ο Εαυτός όταν θέλει να βοηθήσει όποιον προσπαθεί να κάνει έναν άθλο στην ζωή του και είναι δύσκολος αυτός ο άθλος.

Οι θεοί σου έστειλαν αυτόν τον άθλο για να μάθεις να στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις, να τις αναπτύξεις και να μην φοβάσαι άθλο όσο μοναχικός και αν είναι. Μόνος σου με τις δικές σου δυνάμεις θα καταφέρεις να αιχμαλωτίσεις τον κάπρο, να τον δέσεις και να είναι πια ένα σακί με κρέας και όχι το φοβερό τέρας που τρομοκρατεί τους ανθρώπους».

Ο Ηρακλής είχε ένα τεράστιο προσόν και αυτό ήταν η αφοβία, δεν ήξερε τι σημαίνει φόβος, ούτε κάποιος σκοτεινός φόβος μάραινε την ψυχή του.

Έτσι κατάλαβε ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις του για να παγιδεύσει τον κάπρο, την σωματική του ρώμη, την ευφυία του, την ικανότητά του να κινείται αθόρυβα στα δάση και να στήνει παγίδες, την θηριώδη αντοχή του να υπομένει όλους τους πόνους προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του, την καλή του σχέση με τους θεούς και την διαίσθησή του που του λέει πάντα τι να κάνει.

Είναι μια μάχη αυτογνωσίας, όπως είναι πάντα οι μάχες που δίνει ο άνθρωπος με το θηρίο, είτε είναι ένα πραγματικό θηρίο, είτε είναι ένα θηρίο με ανθρώπινη όψη.

«Πόσες δυνάμεις έχω;; αναρωτήθηκε ο Ηρακλής. Ο κάπρος δεν ακούει και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Είναι αδύνατον να συνεννοηθώ με αυτό το ζώο και δεν θα το προσπαθήσω.  Είναι μια μάζα με κόκαλα και σάρκες που κινείται μόνο με φονικό ένστικτο εναντίον των ανθρώπων. Καλύτερο εχθρό δεν θα μπορούσαν να έχουν επιλέξει οι θεοί για εμένα, γιατί αν νικήσω κάτι που έχει την όψη ζώου αλλά θέλει μόνο να σκοτώνει και αναπτύσσει όλες του τις δυνάμεις για να προκαλεί θανάτους, τότε θα γίνω πραγματικός ήρωας μεταξύ των ανθρώπων».

Έτσι σκέφθηκε ο Ηρακλής ωραία και την επόμενη μέρα κίνησε να πάει στον Ευρύμανθο και να βρει το θηρίο…….»

Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο μου: Οι περιπέτειες του Ηρακλή στον σύγχρονο κόσμο