Από τις απαρχές του ανθρώπινου είδους, το μεγάλο αίτημα ήταν να καταλάβει ο άνθρωπος ποιος ήταν ο εχθρός και ποιος ήταν ο φίλος.
Είναι μια αναζήτηση που έχει διαρκέσει πολλές χιλιάδες χρόνια, από τότε που το είδος μας άρχισε να αναπτύσσει νοημοσύνη μέχρι και τις ημέρες μας, η μάχη καλά κρατεί και προοδεύει.
Σήμερα ο εχθρός έχει το μέγεθος ενός ιού, δεν είναι κάτι μεγάλο για να το φοβόμαστε, αλλά είναι κάτι πολύ μικρό που όμως αν το αφήσουμε να μεγαλώσει, μπορεί να προκαλέσει μεγάλες απώλειες.
Όταν προστατεύουμε τον εγκέφαλό μας από τους ιούς της διανοίας, δηλαδή τις άσχημες σκέψεις, την αλλοίωση της πραγματικότητας, τους λάθος συναισθηματισμούς, την αποδοχή φιλίας από άτομα που δεν είναι κατάλληλα για εμάς και τις εσφαλμένες προτεραιότητες που βάζουμε στον εαυτό μας, τότε δημιουργούμε ασπίδες προστασίας μας από τους ιούς κάθε είδους.
Υπάρχουν τρία βιβλία της Μεθόδου Δύναμη της Διανοίας που μας βοηθάνε πολύ να σηκώσουμε τις ασπίδες προστασίας. Είναι τα εξής: «Τα έργα της διανοίας είναι βάλσαμο για την ψυχή», «Τα ανθρώπινα πάθη και η λύτρωση», «Η διάνοια θεραπεύει και θεραπεύεται».
Τα βιβλία τα ενέπνευσαν ο βίος και το έργο του Ευριπίδη, του Σοφοκλή και του Αλκμαίονα από τον Κρότωνα και είναι όλα πολύ βοηθητικά στον αγώνα μας ενάντια στους ιούς της διανοίας.
Σας δίνω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
Λέει ο Ευριπίδης : «Στο αρχαίο δράμα σπάνια βλέπουμε τον θρίαμβο που τόσο πολύ συνήθιζαν άλλοι λαοί. Βλέπουμε όμως την ανθρώπινη τραγωδία, τον ανθρώπινο πόνο, την προδοσία, το μίσος, την βούληση των θεών και την ηθική των ανθρώπων. Και πάνω και πέρα από όλα αυτά βλέπουμε την άοκνη προσπάθεια των Ελλήνων να συστρατεύονται, να υπερασπίζουν το αγαθό, να τιμωρούν την ήττα, όχι ως ήττα στον πόλεμο, αλλά ως προσωπική ήττα στην άοκνη προσπάθεια της ανώτερης βούλησής τους να εκφραστεί και να τους επηρεάσει ώστε στα έργα των ανθρώπων να εκφράζεται η θέληση των θεών και το ειρηνικό τους πεπρωμένο. Και ακόμα παραπάνω διαπιστώνουμε την έπαρση των ανθρώπων να τιμωρείται, την βούληση των θεών να εκφράζεται οπωσδήποτε και την μοίρα της Πόλης να προδικάζεται, με γνώμονα όμως τις πράξεις και τα έργα όσων κατοικούν σε αυτήν και επηρεάζουν αυτή την μοίρα.
Οι Έλληνες δεν πίστευαν σε έναν ανώτερο θεό, που ελέγχει την ζωή κατά τρόπο ακατανόητο στους ανθρώπους, που επιβάλλει τιμωρίες κατά την κρίση του και ελέγχει την μοίρα κατά την βούλησή του, αφήνοντας τον άνθρωπο έρμαιο της κακής του τύχης, των δεινών του βίου του και των οδυνηρών επιπτώσεων των πράξεών του.
Αντιθέτως πίστευαν στους θεούς που αγαπούν τον άνθρωπο, τόσο ώστε να παίρνουν την μορφή του, να συμμετέχουν στις πράξεις του, να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις αποφάσεις όπου εκείνοι τον οδηγούν, να παίρνουν τα όπλα για να πολεμήσουν μαζί του στους δικούς του πολέμους, να βρίσκονται συνέχεια κοντά του και να τον βοηθούν και όλα αυτά για να μην χαθεί στα Τάρταρα, αλλά να επιστρέψει με ασφάλεια στους γαλήνιους τόπους της δικής του προέλευσης, κοντά δηλαδή στους θεούς….».
Λέει ο Σοφοκλής: «Έτσι θα αναγνώριζε ο Σοφοκλής την κατάθλιψη, θα έλεγε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ζωντανός – νεκρός, γιατί επέλεξε ή τον αναγκάσατε να ξεχάσει τον θεό μέσα του, την φωνή της συνείδησής του που του υπαγορεύει τι να κάνει και τι όχι, τον άγραφο νόμο που έχει μάθει να τηρεί σε όλη του την ζωή, τις αξίες που έμαθε να πιστεύει από παιδί και τις είδε να εφαρμόζονται στην κοινωνία του και τις ακολουθεί γιατί αυτό τον οδηγεί να κάνει η αλήθεια μέσα του. Πώς μπορείτε εσείς να φυλακίζετε το πνεύμα ενός ζωντανού ανθρώπου στις επίγειες φυλακές που κατασκευάζετε, χτισμένες από ψέματα, κατασκευασμένες από την πλάνη και το μίσος, φτιαγμένες από αλλότρια συναισθήματα και όχι από αγάπη προς τον άνθρωπο, πώς μπορείτε να κρατάτε δέσμιους τους ανθρώπους σε έναν κόσμο από όπου απουσιάζει η χαρά.
Σήμερα μπορούμε να πούμε αντίστοιχα πράγματα για την χαρά που απουσιάζει, το μίσος που εκδηλώνεται, την κακία που υφέρπει, όλα αυτά μεταξύ των ανθρώπων, εκεί όπου δεν θα περίμενε να τα βρει κανείς, στις «πολιτισμένες κοινωνίες» όπου η ζωή έχει ασφάλεια, η επιβίωση είναι σχεδόν διασφαλισμένη και υπάρχει ένα δίχτυ προστασίας μέσα στο οποίο ο άνθρωπος δεν έπρεπε να αισθάνεται τον τρόμο, που του προκαλούσαν παλιά οι συνθήκες του βίου. Και όμως εκεί κυρίως εκδηλώνεται η κατάθλιψη, ως παραίτηση από τις ασχολίες του κοινού βίου, ως κούραση της διανοίας, ως κατάπτωση της ηθικής, ως έλλειψη χαράς, ως απογοήτευση και ως πλήρης απάθεια απέναντι στην ζωή και τις δυσκολίες της.
Η κατάθλιψη δεν επηρεάζει έναν ή δύο ανθρώπους, επηρεάζει ολόκληρα κοινωνικά στρώματα, που ξαφνικά χάνουν τις σταθερές της ζωής τους, σταματάνε να παράγουν έργα της διανοίας, βυθίζονται στην πνευματική παρακμή και μοιραία εκφυλίζονται σε κοινωνίες που μαστίζονται από κάθε είδους κρίση, πνευματική, ηθική και στο τέλος οικονομική…»
Λέει ο Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης: «Όταν η συνείδηση είναι ακμαία και ενεργός, η διάνοια που την τροφοδοτεί είναι επίσης ακμάζουσα και μπορεί να ανέρχεται τόσο όσο χρειάζεται για να ενταχθεί στο δικό της δίκτυο που αποκαλείται συλλογική διάνοια και περιέχει εν δυνάμει όλα τα έργα που υπήρξαν και αυτά που θα γίνουν, από τον Άνθρωπο για τον άνθρωπο και για τις αναβαθμισμένες ικανότητες της ύπαρξής του.
Όταν όμως η συνείδηση παραπαίει, καθηλωμένη σε μια λιμνάζουσα κατάσταση, που αποκαλείται άχθος της ύπαρξης, τότε η διάνοια γίνεται διάτρητη και καταβυθίζεται προς τις ελώδεις περιοχές, όπου ζουν οι ανθρώπινοι καταναγκασμοί. Τότε ο άνθρωπος αποκόπτεται από την διάνοιά του, της οποίας μόνος λόγος και σκοπός ύπαρξης είναι η διασύνδεσή του με τον χώρο της συλλογικής διανοίας, όπου έργα που ανήκουν σε αυτόν, υπάρχουν για να τα προσεγγίσει και να συνδεθεί μαζί τους.
Το νόημα της ύπαρξης ίσως τελικά να είναι αυτό, η συνεχής προσπάθεια της συνείδησης να διευρύνεται και διευρυμένη να επικοινωνεί με το συλλογικό ασυνείδητο, να αποσπά από αυτό τα στοιχεία που χρειάζεται και είναι η δική της παρακαταθήκη και καθώς η ίδια συγκροτείται σε σύνολο, να επικοινωνεί με την διάνοια, από την θέση πια της δικής της αναβάθμισης.
Ίσως όμως να είναι και το άλλο, η σύνδεση της διανοίας με τον χώρο της συλλογικής διανοίας, ο οποίος για χάρη της ανασκευάζεται και δια αυτής επικοινωνεί με την συνείδηση, με μόνο σκοπό να την διευρύνει και να την βοηθήσει να συγκροτηθεί η ίδια, με τις δικές της δυνάμεις σε ενιαίο σύνολο.
Ίσως όμως να είναι και τα δύο το ίδιο και αυτομάτως να συμβαίνουν κατά τρόπο άδηλο και ανεξιχνίαστο, κατανοητό μόνο από αυτούς που μόνιμα κατοικούν στον χώρο της συλλογικής διανοίας, γιατί πια εξάντλησαν όλα τα αποθέματα χώρου που τους είχαν διατεθεί, μεταμορφώνοντάς τα σε χρήσιμο Έργο που κατέθεσαν στις κοινωνίες του ανθρώπου…».