Η αγάπη είναι η κινητήρια δύναμη που ωθεί το ανθρώπινο είδος στην ζωή και την δημιουργία. Όταν αγαπάμε είμαστε πιο ισχυροί και μπορούμε να προσφέρουμε πολλά στον εαυτό μας και στους άλλους.
Η αγάπη των Ελλήνων εκφραζόταν πάντα με έργα. Έργα που ήταν δύσκολα, επίπονα, έφερναν όμως στην ψυχή τους την γαλήνη και αυτό ήταν ό,τι καλύτερο επιθυμούσαν.
Η αγάπη τους έκτισε Παρθενώνες, θεμελίωσε την δημοκρατία, εξύμνησε με έργα τον Άνθρωπο και τους έδωσε μια καλή ζωή και έναν καλό βίο.
Αν ζούσε σήμερα ο Καλλικράτης, ο Αθηναίος στοχαστής και αρχιτέκτονας του Παρθενώνα, θα μας έλεγε: «Όλοι συμφωνούν ότι ο Παρθενώνας ήταν τρανό επίτευγμα για την εποχή του.
Σήμερα, περιοριζόμαστε να υμνούμε το κάλλος που αβίαστα αναδύεται, την αρμονία των όγκων, τις περίφημες εκλεπτύνσεις και τις αόρατες δομές που αναδεικνύουν την ομορφιά του Παρθενώνα. Ίσως γιατί στην εποχή μας έχουμε γίνει πολύ μεταφυσικοί και λησμονήσαμε τις πραγματικές, γήινες αρετές του πολιτισμού μας.
Ενός πολιτισμού που φτιάχτηκε μόνος του, ακόμα και αν είχε επιρροές από τους γείτονές του τις ενσωμάτωσε πλήρως στις δομές του, ενός πολιτισμού ελάχιστα μεταφυσικού και απολύτως προσγειωμένου σε ό,τι αφορά στα ζητήματα της ζωής.
Γιατί οι Έλληνες ήταν ενορατικοί, από φυσικού τους. Επομένως αν κάποιος ερχόταν και τους περιέγραφε το Όραμα για τον περίλαμπρο Ναό της Πόλης τους, απλώς θα τον άκουγαν προσεκτικά, θα κούναγαν συγκαταβατικά το κεφάλι και θα έλεγαν «Πάλι μίλησαν οι θεοί. Ας τον ακούσουμε, τι έχει να μας πει».
Γιατί οι Έλληνες πίστευαν αυτονοήτως στην καλή τους τύχη, εφόσον βέβαια τα είχαν καλά με τους θεούς. Πράγμα που σήμαινε ότι όταν οι θεοί μιλούσαν, δια στόματος κάποιου από τους συμπολίτες τους πάντα, φρόντιζαν οι ίδιοι να ευθυγραμμιστούν με τις θελήσεις τους, γιατί ποιος δεν χρειάζεται μπόλικη καλή τύχη στην ζωή του; Τόσο απλά.
Γιατί οι Έλληνες ήταν ευφυείς από επιλογή και όχι τυχαία. Ήταν ευφυείς γιατί αγαπούσαν τα έργα της διανοίας, τα δύσκολα έργα που τους διέκριναν από τους βαρβάρους, όπως τα Ομηρικά Έπη και οι τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, τα παρακολουθούσαν και τα φρόντιζαν και όταν αυτά έλειπαν από την Πόλη τους ανησυχούσαν, γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά και ηρεμούσαν μόνο όταν μια καινούρια φωνή που προμήνυε ένα μεγάλο Έργο ακουγόταν ξανά ανάμεσά τους».
Αν ζούσε σήμερα ο Σόλωνας, ο Αθηναίος στοχαστής και νομοθέτης θα μας έλεγε: Όλα αυτά είναι το έρεβος και το έρεβος προκαλεί το σκότος, εκείνη δηλαδή την ουσιώδη απομάκρυνση από το φως της διανοίας, που σήμερα ονομάζουμε κατάθλιψη.
Η κατάθλιψη συσκοτίζει την εσωτερική μας πραγματικότητα, όχι αμέσως, αλλά σταδιακά. Είναι σαν να μειώνεται σταδιακά το φως της μέρας, η νύχτα δεν έρχεται ποτέ απότομα. Προειδοποιεί. Αν όμως δεν αντιδράσεις, μια μέρα ξυπνάς και το σκότος έχει καλύψει τα πάντα και τότε πια είναι πολύ δύσκολο να κινηθείς, για να το αντιμετωπίσεις.
Μοιάζει τότε ο άνθρωπος με έναν τυφλό, που προσπαθεί να περπατήσει μέσα στα σκοτάδια της εσωτερικής του πραγματικότητας και τραυματίζεται συνεχώς, γιατί δεν βλέπει. Είναι λοιπόν μεγάλη ανάγκη να την προλάβουμε αυτή την κατάσταση και ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι η Αγάπη μας στην Ηθική.
Μια Αγάπη εκπεφρασμένη σε νόμους, υλοποιημένη μέσα από την καθημερινή πρακτική, μια αγάπη που απαιτεί θυσίες, κόπους και βάσανα, γιατί δεν είναι εύκολη, ούτε ανώδυνη, αλλά πότε η Ηθική είναι εύκολη και ανώδυνη; Είναι πάντα δύσκολη και μερικές φορές απροσπέλαστη, πλην όμως είναι απολύτως απαραίτητη και εφικτή».
Τα αποσπάσματα προέρχονται από τα βιβλία μου «Η αγάπη που κτίζει Παρθενώνες» και «Η αγάπη των Ελλήνων στην ηθική»