Η επιστροφή της Περσεφόνης

1220

Την εποχή της Περσεφόνης οι άνθρωποι φοβόντουσαν. Φοβόντουσαν πολύ. Ο μόνος τρόπος για να ξεχνάνε τον φόβο τους, ήταν να πιστεύουν πραγματικά ότι οι θεοί είναι κοντά τους και εκείνοι ξέρουν να κατευθύνουν τις τύχες των ανθρώπων.

Όταν γεννήθηκε η Περσεφόνη, οι άνθρωποι προσπαθούσαν ακόμα να προσαρμοστούν στον αγροτικό βίο. Ήταν νομάδες οι περισσότεροι που πρόσφατα είχαν εγκατασταθεί σε μόνιμες κατοικίες και στήριζαν την επιβίωσή τους, στις καλλιέργειες που προσπαθούσαν να αναπτύξουν.

Δύσκολη ζωή, γεμάτη με κινδύνους. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προερχόταν από την ψυχή τους που έχοντας τόσες πολλές εμπειρίες από την νομαδική ζωή των φυλών, προσπαθούσε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Τα καινούρια δεδομένα πάντα προκαλούν μια ανησυχία στην ψυχή, έναν φόβο, γιατί προτιμά να αντιμετωπίζει αυτά που ήδη γνωρίζει και να βοηθά αποτελεσματικά τον άνθρωπο στον αγώνα για την επιβίωσή τους με βάση τις ήδη αποκτημένες εμπειρίες.

Ο ορίζοντας της ψυχής είναι μερικές χιλιάδες χρόνια. Αν λοιπόν οι άνθρωποι είναι νομάδες και οι εμπειρίες της ψυχής είναι προσαρμοσμένες στον νομαδικό βίο, τότε η μόνιμη εγκατάσταση σε αγροτικούς οικισμούς στην αρχή προκαλεί πολλούς φόβους.

Οι μεγάλοι δάσκαλοι εκείνης της εποχής, εκείνοι που έφτιαξαν τους μύθους της φυλής μας, αναγνώρισαν τον φόβο των ανθρώπων και προσευχήθηκαν στους θεούς να τους δώσουν την δύναμη για να διώξουν τον φόβο από τους ανθρώπους.

Τότε τους δόθηκε ο μύθος της Περσεφόνης.

Η Περσεφόνη ήταν μια γενναία γυναίκα, κόρη Διός, μεγαλωμένη από την Δήμητρα, μικρή θεά και εκείνη, έτοιμη να μεγαλώσει.

Μια μέρα, λέει ο μύθος, πήγε η Περσεφόνη στους αγρούς, φθινόπωρο θα ήταν, είχαν αρχίσει ήδη να πέφτουν τα πρώτα φύλλα, η σπορά είχε ολοκληρωθεί, ο τρύγος είχε γίνει και οι άνθρωποι άλεθαν το σιτάρι στους πέτρινους μύλους.

Καθώς η Περσεφόνη κοιτούσε γύρω της την γη και αναπολούσε το καλοκαίρι, ήρθε ο Άδης και την πήρε, την κατέβασε στους κάτω κόσμους, εκεί που ζουν οι ψυχές πριν πάνε στα Ηλύσια Πεδία.

Συμμετείχαν οι άνθρωποι στον μύθο, ήταν σαν να άκουγαν τους δικούς τους φόβους. Φοβόντουσαν και αυτοί ότι θα πεθάνουν και θα πάνε στον κάτω κόσμο, γιατί όταν η τροφή έχει εξαφανιστεί από την γη, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι η βλάστηση θα επιστρέψει και θα υπάρχει πάλι ζωή για τους ανθρώπους;

Μην φοβάστε, τους έλεγαν οι δάσκαλοι. Ήρθε η Δήμητρα, η πανώρια θεά που κάθε μέρα επιβλέπει τους αγρούς μας για να φυτρώνει το σιτάρι και να κάνει τον καρπό του. Χωρίς την Δήμητρα τι θα ήταν οι αγροί μας; Χέρσο χώμα να το κοπρίζουν τα βουβάλια.

Και τι έγινε; Ρωτούσαν οι άνθρωποι με αγωνία.

Η Δήμητρα πήγε στον Δία, ήταν αδερφή του, αρχαία θεά, στο ανάστημά του και του είπε: «Δία, αν θέλεις να αφανίσεις το γένος των ανθρώπων και να πεθάνουν από την πείνα, δεν μπορώ να αντιταχθώ στην βούλησή σου. Αν όμως θέλεις να δούμε πάλι την θάλασσα από τα σιτηρά να κυματίζει στα λιβάδια, πρέπει να φέρεις την κόρη μας πίσω, κοντά μου».

Σκέφθηκε ο Δίας και έπραξε ορθά, όπως πάντα. Έξι μήνες η Περσεφόνη θα έμενε κοντά στον άντρα της, στον κάτω κόσμο και έξι μήνες θα ανέβαινε να ζήσει με την μητέρα της και να ανθίσει η γη.

Ο μύθος περιέχει μεγάλη αλήθεια. Γιατί πράγματι δυναμώνουν τα δέντρα και τα φυτά βγάζουν ρίζες στην διάρκεια του χειμώνα. Μετά, στην διάρκεια της άνοιξης έχουμε ανθοφορία και οι μικροί βλαστοί εμφανίζονται στο φως του ήλιου.

Οι άνθρωποι ανακουφιζόντουσαν. Η παρουσία της Δήμητρας και ο αγώνας της για την Περσεφόνη, έδιωχνε μακριά τους φόβους.

Πέρασαν τα χρόνια και οι άνθρωποι συνήθισαν στην αγροτική ζωή,  γέμισε εμπειρίες η ψυχή τους και απομακρύνθηκε κάθε φόβος.

Όμως, πόση αλήθεια υπάρχει στον μύθο της Περσεφόνης! Μήπως και ο άνθρωπος δεν περνάει μια περίοδο εσωστρεφούς ενατένισης, πριν αρχίσει να βαδίζει σταθερά στον δρόμο της προόδου, αφομοιώνοντας τα νέα δεδομένα της εποχής του;

Η εποχή μας, είναι μια όμορφη εποχή. Ελπίζουμε σε μια πνευματική άνοιξη, που θα φέρει πάλι κοντά μας το πνεύμα των Ελλήνων, την αγωνιστικότητα, την εξωστρέφεια, το θάρρος και την καινοτομία που πάντα τους χαρακτηρίζει.