Η μυθοπλασία ξεκινάει από τα πολύ παλιά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τα στοιχεία της φύσης και να δώσουν ένα ανθρώπινο πρόσωπο στο περιβάλλον γύρω τους.
Πράγματι, αν κοιτάζεις μια θεομηνία και αφήνεσαι να παρασυρθείς από αυτήν ένας μεταφυσικός φόβος σε καταλαμβάνει, ιδίως αν είσαι αρχαίος άνθρωπος και δεν έχεις ακόμα μελετήσει επαρκώς τα καιρικά φαινόμενα.
Τότε που δεν υπήρχε ακόμα η μελέτη, η οποία αφ΄εαυτής εξευμενίζει όλα τα φαινόμενα, χρειαζόταν να υπάρχει ένας μύθος, ένας θεός πίσω από την θεομηνία. Με τον θεό μπορείς να συνδιαλλαγείς, να μάθεις τι θέλει από εσένα και να τον κατευνάσεις, να γίνει διαλλακτικός και αυτός και να μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του.
Οι πρώτοι μύθοι που εμφανίστηκαν στον Ελλαδικό χώρο, αφορούσαν τα στοιχεία της φύσης και ιδίως τις θεομηνίες. Όπως το μαρτυρά και η λέξη, η θεομηνία είναι η μήνις του θεού. Κάτι κάναμε στον θεό και θέλει να μας καταστρέψει, σκεφτόντουσαν τότε και έπεφταν σε βαθιά περισυλλογή για να ανακαλύψουν σε τι έφταιγαν εκείνοι για να προκαλέσουν την μήνιν των θεών.
Προφανώς αναγνώριζαν ότι ο θεός διαθέτει μια ανώτερη νοημοσύνη και δεν προσπαθεί να τους καταστρέψει, αλλά προσπαθεί να τους διδάξει και να τους συνετίσει. Η αντίληψη αυτή είναι ένα πρώιμο δείγμα της εκπληκτικής νοημοσύνης που ανέπτυξαν σταδιακά οι Έλληνες σε βάθος χρόνου. Για εκείνους ο θεός δεν τιμωρεί, μόνο προειδοποιεί, συνετίζει και προστατεύει.
Ακόμα και ο Ποσειδώνας, ο πανάρχαιος θεός της θάλασσας, είχε και αυτός τους λόγους του να θυμώνει. Αν κάποιος τον προσέβαλε, αν κάποιος ναυπηγούσε ένα μη αξιόπλοο σκάφος και προσπαθούσε να εισχωρήσει με αυτό στα βασίλειά του, αν κάποιος δεν σεβόταν τους ποιητές και τους μυθοπλάστες που ο Ποσειδώνας προστάτευε, τότε ήταν βέβαιο ότι θα συναντούσε την μήνιν του θεού της θάλασσας και ίσως να μην επιβίωνε.
Αν όμως το σκάφος ήταν αξιόπλοο και οι άνθρωποι το αγαπούσαν, το φρόντιζαν και το προστάτευαν με τις δικές τους δυνάμεις, τότε είχαν πολλές ελπίδες να επιβιώσουν από την μήνιν του Ποσειδώνα.
Η Δήμητρα εκδήλωνε με διαφορετικό τρόπο τον θυμό της. Αν ο Δίας έσειε τον άνεμο και ξερίζωνε τις στέγες των σπιτιών αφήνοντας άστεγους τους ανθρώπους, αν ο Ποσειδώνας σήκωνε τα κύματα για να καταπιεί ολόκληρες πόλεις, η Δήμητρα απλώς θρηνούσε. Επί έξι μήνες θρηνούσε και ο θρήνος της έπεφτε ακατάπαυστα στην γη, την πότιζε μέχρι βαθιά στις ρίζες των δέντρων, έριχνε τα φύλλα από τα κλαδιά και εξαφάνιζε τους καρπούς από τα δέντρα.
Ήταν βαθύς ο θρήνος της και τόση η οδύνη που οι άνθρωποι έβλεπαν μελαγχολικά τα γυμνά κλαδιά των δέντρων και θρηνούσαν και εκείνοι για όσα είχαν χάσει οριστικά και δεν θα έβρισκαν ξανά στην ζωή τους.
Η οργή της Ήρας, της κραταιάς θεάς, ξεσπούσε σε κάθε άνθρωπο που απομακρυνόταν από τον σκοπό της ζωής του και ξεστράτιζε από την προσωπική του ανάπτυξη. Τότε, αυτός έβλεπε τα χωράφια του να ρημάζουν, το σπίτι του να ερημώνει, το φως να απομακρύνεται από την ζωή του και η μία κακοτυχία να διαδέχεται την άλλη.
Όταν συνέβαιναν όλα αυτά καταλάβαινε ο αρχαίος μας συνοδοιπόρος ότι η ζωή του δεν είναι σωστή και πρέπει να την αλλάξει. Τότε έπαιρνε τις αποσκευές του και έφευγε από τον τόπο όπου οι θεοί δεν ήθελαν να μένει.
Ο Πλούτωνας οργιζόταν συχνά και η οργή του έριχνε την γη και κατάπινε τους ανθρώπους.
Οι Έλληνες έσκαβαν συχνά την γη αναζητώντας χρήσιμα ορυκτά και γερούς λίθους για τις οικοδομές τους. Αν ο Πλούτωνας ήταν ευχαριστημένος από εκείνους, τους επέτρεπε να αποσπούν τα υλικά από την γη και τους προστάτευε ακόμα και στις δύσκολες εξορύξεις. Αν όμως οι σκοποί τους ήταν ανόσιοι, τότε έριχνε την γη πάνω τους για να τους σκεπάσει και να γίνουν αυτοί μέρος αυτού του κόσμου που είχαν αποπειραθεί να λεηλατήσουν. Τρόμο και παραλυτικό φόβο έφερνε η οργή του Πλούτωνα.
Η Εστία δεν οργιζόταν ποτέ. Απλώς έφευγε. Ξυπνούσαν μια μέρα και το φως της κατοικίας τους είχε σβήσει, βαθύ σκοτάδι είχε απλωθεί, ακόμα και αν έξω έλαμπε ο ήλιος. Τότε καταλάβαιναν ότι το σκότος γύρω τους, γρήγορα θα απλωνόταν και θα καταλάμβανε τον χώρο μέσα τους εκεί που κατοικούσε η χαρά, η δημιουργία και η αγάπη. Και τι να κάνει ο άνθρωπος αν μέσα του σβήσει η χαρά, η δημιουργία και η αγάπη; Ένα σκεύος άψυχο θα είναι που θα άγεται και θα φέρεται εκεί που τον οδηγούν οι άλλοι.
Από όλες τις εκδηλώσεις οργής των κραταιών θεών, οι Έλληνες φοβόντουσαν πιο πολύ τον ήσυχο θυμό της Εστίας. Για αυτό προσπαθούσαν πάντα να μην την δυσαρεστήσουν, να κρατάνε μέσα τους φωτεινό τον χώρο της αγάπης και η αγάπη αυτή τους οδήγησε κάποτε να φτιάξουν σπουδαία έργα.
Για εμένα οι Έλληνες είναι πάντα ο λαός της Εστίας. Μπορεί στις εξωτερικές τους εκδηλώσεις να είναι στιβαροί όπως ο Δίας, επιβλητικοί όπως η Ήρα, θυελλώδεις όπως ο Ποσειδώνας, δημιουργικοί όπως η Δήμητρα, αλλά η ανώτερη νοημοσύνη που τους διακρίνει τους φωτίζει τόσο όσο χρειάζεται για να καταλάβουν ότι ο άνθρωπος για να είναι ζωντανός πρέπει να δημιουργεί και για να δημιουργεί πρέπει να αγαπάει.
Από αγάπη δημιούργησαν τον πολιτισμό τους, από αγάπη κινήθηκαν και δημιούργησαν τις Πόλεις, τον πρόδρομο του πολιτισμού μας. Από αγάπη για τον άνθρωπο έκαναν τα ταξίδια τους, αναζητώντας την γνώση που βοηθάει τον άνθρωπο να μεγαλώσει και να αποκτήσει το ύψος της δικής του διανοίας.
Και από αγάπη θυσιάστηκαν γενεές ολόκληρες αγαθών προγόνων που μόχθησαν για να δώσουν έναν πολιτισμό, που σήμερα είναι εξαιρετικά επίκαιρος και μπορεί να δώσει λύση σε φλέγοντα ζητήματα της ανθρωπότητας.